Άρχισε πάλι όλη αυτή η παραφιλολογία από κυβερνητικούς κύκλους και παπαγαλάκια, για την ανάγκη εκπόνησης ενός «εθνικού σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης».
Πονεμένη ιστορία για αφελείς ιθαγενείς…
Ποιος δεν θα ήθελε ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης; Που θα μας έβγαζε από τον φαύλο κύκλο να κυνηγάμε την ουρά μας, δηλαδή άπιαστους δημοσιονομικούς στόχους μέσα από μέτρα ασύλληπτης κοινωνικής αναλγησίας, που φέρνουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα απ’ αυτά που υποτίθεται ότι επιδιώκουν; Ποιος δεν θα ήθελε να τεθούν στόχοι μέσα από τους οποίους να ξαναρχίσει η Ελλάδα να παράγει πλούτο; Να τεθούν εθνικές προτεραιότητες στους παραγωγικούς τομείς, να γίνουν επενδύσεις, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να αναστραφεί η πορεία της ύφεσης; Ποιος δεν θα συναινούσε σ’ ένα νέο εθνικό όραμα που θα μας έβγαζε από την εσωστρέφεια και τη μονοσήμαντη εξυπηρέτηση των δανειστών;
Το πρόβλημα έγκειται στον φορέα της πρότασης. Ο κυβερνητικός συνασπισμός είναι εξ ορισμού αδύνατον να εκπονήσει στα σοβαρά οποιοδήποτε τέτοιο πρόγραμμα, ανεξαρτήτως του αν θα συμφωνούσε κανείς με τη λογική και τους στόχους του.
Ο λόγος είναι απλός. Η κυβέρνηση έχει πρόγραμμα: Είναι το μνημόνιο 3! Η κυβέρνηση έχει όραμα: Είναι η εσωτερική υποτίμηση (των μισθών και των αξιών – όχι όμως και των τιμών). Η κυβέρνηση έχει προτεραιότητες: Τη συνέχιση του φαύλου κύκλου της εσωστρέφειας και τη μονοσήμαντη εξυπηρέτηση των συμφερόντων των δανειστών. Η κυβέρνηση έχει στόχους: Την περαιτέρω αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, προς όφελος της ανασυγκρότησης των μεγάλων επιχειρηματικών και τραπεζικών συμφερόντων. Την προάσπιση της διαπλοκής και του πελατειακού συστήματος.
Δεν μπορεί λοιπόν να πρωταγωνιστήσει στην εκπόνηση προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, για τον απλό λόγο ότι θα ήταν διαμετρικά αντίθετο με το πρόγραμμα που εφαρμόζει. Ή το ένα θα κάνει ή το άλλο – και τα δύο μαζί δεν γίνεται. Απλά μαθηματικά ό,τι κι αν λέει ο κάθε Ολάντ που επισκέπτεται τη χώρα μας και θέλει να χαϊδέψει αυτιά για να προωθήσει την οικονομική του διπλωματία.
Το παράξενο είναι ότι η Αριστερά, απαλλαγμένη από δουλείες αυτού του είδους, αποφεύγει επίσης να εισηγηθεί στην κοινωνία ένα τέτοιο σχέδιο. Μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είχε γίνει το περασμένο καλοκαίρι, και εκδηλώθηκε με την ομιλία του Αλέξη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ήταν μια καλή απόπειρα να διερευνηθούν οι τομείς και οι τρόποι μέσα από τους οποίους θα μπορούσε η χώρα να ξαναβάλει μπρος τις μηχανές, να σταθεί στα πόδια της, να παραγάγει και να διανείμει αγαθά αλλάζοντας το οικονομικό μομέντουμ.
Η χαρά όμως δεν κράτησε πολύ. Αντί να εμβαθύνει τη μελέτη του και, κυρίως, να ιεραρχήσει τις προτεραιότητες, αντί να στραφεί στην κοινωνία και να της ζητήσει να συνδιαμορφώσει το πρόγραμμα, σύντομα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επέστρεψε στην πεπατημένη. Αντί για θετικές, ιεραρχημένες και κοστολογημένες προτάσεις, γενικολογία και αναπαραγωγή των προεκλογικών κλισέ. Κι ας μεσολάβησε ολόκληρη συνδιάσκεψη, που θα ’πρεπε να είχε δώσει ώθηση σ’ αυτήν ακριβώς τη συζήτηση και να έχει γονιμοποιηθεί απ’ αυτήν.
Η αλήθεια είναι ότι η όλη προσπάθεια, εκτός από πολλή δουλειά έχει και μπόλικο ρίσκο. Θα χρειαστεί να ιεραρχήσεις τους στόχους σου και να μην αφήνεις να αιωρείται η πεποίθηση ότι όλα τα κοινωνικά αιτήματα μπορούν να λυθούν διά μιας (ούτε διά μαγείας). Μερικά ίσως και να μην επιλυθούν ποτέ… Θα χρειαστεί να πεις σε ποιους τομείς και με ποιες μεθόδους ποντάρεις για την ανάπτυξη, αφήνοντας έξω κάποιους άλλους. Θα χρειαστεί να στενοχωρήσεις κάποιους, κατονομάζοντας ποιους φορείς του δημοσίου θεωρείς άχρηστους (και προσδιορίζοντας παράλληλα τον τρόπο απορρόφησης των εργαζομένων σ’ αυτούς, σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου). Αλλά και ποιους τομείς του Δημοσίου δεν θεωρείς στρατηγικής σημασίας, που σημαίνει ότι θα μπορούσες να τους προσφέρεις προς αξιοποίηση σε επενδυτές, κάτω από αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις.
Ε, η υπόθεση εμπεριέχει τον κίνδυνο πολιτικού κόστους. Είναι η Αριστερά έτοιμη να το αναλάβει;