Τον είδα, αφού πρώτα είχα υπογράψει συµφωνητικό που µου απαγόρευε να σας πω πού τον είδα καθώς και να αποκαλύψω τεχνικής φύσης λεπτοµέρειες που αφορούσαν το πώς ακριβώς εµφανίστηκε µπροστά µου (τις οποίες, όµως, έτσι κι αλλιώς, δεν θα µπορούσα να σας µεταφέρω, καθώς είμαι άσχετος περί αυτά).
Αρκεί να σας πω ότι, για να φτάσω στο σηµείο να τον δω, έπρεπε να κατέβω σε ηµισκοτεινό υπόγειο του κτιρίου όπου στεγαζόταν το εργαστήριο στο οποίο εξελίσσονταν οι απαιτούµενες για την «εµφάνισή» του τεχνολογίες, αφού είχα ελεγχθεί ενδελεχώς για οποιαδήποτε συσκευή µπορούσε να καταγράψει τη «συνάντηση».
Η τεχνικός µε κάθισε σε µια καρέκλα, που παραθύµιζε καρέκλα οδοντογιατρού, και µε ρώτησε αν έχω φορέσει ποτέ φακούς επαφής. Δεν είχα. «Δεν πειράζει», µου είπε, «απλώς θα σου πάρει µερικά λεπτά για να συνηθίσεις».Πράγµατι, µετά από µερικές σταγόνες κολλύριο στο κάθε µάτι, δεν πήρε πολλή ώρα στα µάτια µου να συνηθίσουν τους διάφανους φακούς επαφής και σχεδόν να ξεχάσω την ύπαρξή τους.
Στο µεταξύ, η τεχνικός µου εξήγησε τι να περιµένω και κατόπιν µου έβαλε στο χέρι ένα µικρό, µαύρο κουτί µε ένα ασηµένιο κουµπί, λέγοντάς µου ότι δεν επρόκειτο να δω τίποτα, παρά µόνο αν άρχιζα να περιστρέφω αργά το κουµπί, κανονικά: από αριστερά προς τα δεξιά. Με ρώτησε αν είµαι έτοιµος, της έγνεψα καταφατικά και τότε πάτησε κάποια κουµπιά στην κονσόλα της, που κάτι πρέπει να ενεργοποίησαν, το οποίο ποτέ δεν κατάλαβα τι ήταν και πώς δούλευε.
Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι οι ενέργειές της άλλαξαν λίγο τον φωτισµό του δωµατίου, κάνοντάς το φωτεινότερο, πιο φωσφοριζέ για την ακρίβεια. Με ένα νεύµα της τεχνικού άρχισα να περιστρέφω το ασηµένιο κουµπί. Ξάφνου, τον είδα! Ήταν δυόµισι µέτρα ψηλός και εµφανίστηκε πίσω από την τεχνικό. Το πρώτο πράγµα που πρόσεξα ήταν τα εκφραστικά, κόκκινα µάτια και τα λέπια µε τα οποία ήταν καλυµµένο το δέρµα του. Από τη µύτη του διέκρινα να βγαίνει ανάλαφρος ατµός.
Με αργά αλλά σταθερά βήµατα κινήθηκε προς τα δεξιά (αριστερά σε σχέση µε µένα), αποκαλυπτόµενος ολόκληρος πίσω από την τεχνικό, η οποία εµφανώς διασκέδαζε µε την έκφρασή µου. Όσο και να ήµουν προετοιµασµένος, το θέαµα του εξωγήινου µού είχε κόψει την ανάσα. Όσο και να ήξερα ότι επρόκειτο για µια απλή προβολή από τους φακούς επαφής στο οπτικό µου νεύρο, η λογική µου δυσκολευόταν να υπερκεράσει το ένστικτο που µε έκανε να θέλω να τρέξω προς την κοντινότερη έξοδο.
Είναι ίσως δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά ο εξωγήινος επισκέπτης φάνταζε τόσο πραγµατικός, τόσο τρισδιάστατος, όσο και η τεχνικός της οποίας τα µηχανήµατα τού έδιναν «µορφή» και «υπόσταση». Για τουλάχιστον ένα λεπτό περιδιάβαινε στο δωµάτιο, κάποιες φορές αποµακρυνόµενος από την καρέκλα µου, άλλες προσεγγίζοντάς την. Παρά το γεγονός ότι έβλεπα την τεχνικό να τον κατευθύνει µε µικρές παρεµβάσεις στην κονσόλα της, για µένα η παρουσία του ήταν πέρα για πέρα αληθινή.
Το κάθε του βήµα όχι µόνο φαινόταν αλλά και ακουγόταν αληθινό (µέσα, προφανώς, από ηχεία καλού στερεοσκοπικού συστήµατος που προσέδιδαν το απαραίτητο «βάθος» στους ήχους που δηµιουργούσε), η ανάσα του το ίδιο, ακόµα και οι ήχοι που έκανε όταν έσερνε επιδεικτικά το όλο νύχια και λέπια χέρι του στον τοίχο, κάνοντάς µε να ανατριχιάσω.
Όταν τελείωσε το ατέλειωτο εκείνο λεπτό, µε περίµενε η επόµενη έκπληξη. Ήταν η στιγµή που µου µίλησε. Αµέσως αναγνώρισα τα λόγια που µου είπε: ήταν ο προθανάτιος µονόλογος του άντροϊντ Roy (που ο έπαιζε ο Ρούτγκερ Χάουερ απέναντι στον Χάρισον Φορντ), της σειράς «Nexus», στο τέλος της ταινίας Blade Runner του Ρίντλεϊ Σκοτ – θα θυµάστε εκείνο το καταπληκτικό: «Έχω δει κόσµους που εσείς δεν έχετε καν φανταστεί. Επιτέθηκα σε φλεγόµενα διαστηµόπλοια στο τόξο του Ωρίωνα. Είδα ακτίνες C να αντανακλώνται στην Πύλη του Tannhäuser. Όλες εκείνες οι στιγµές θα χαθούν στον χρόνο, όπως τα δάκρυα στη βροχή. Ώρα να πεθάνω».
Την ώρα που µιλούσε, πειραµατίστηκα µε το ασηµένιο κουµπί. Καθώς το έστρεφα προς τα αριστερά, ο εξωγήινος γινόταν πιο αχνός, διάφανος, ενώ η φωνή του αποµακρυνόταν, σαν να πέρναγε σε άλλη διάσταση, πιο µακρινή. Με µια µικρή περιστροφή του ασηµένιου κουµπιού προς τα δεξιά ερχόταν ξανά στο προσκήνιο και η φωνή του γινόταν πάλι στεντόρεια.
«Θέλεις να τον δεις θυµωµένο;» µε ρώτησε η τεχνικός, αφού τελείωσε ο µονόλογος. «Όχι, να µου λείπει» της απάντησα και καλού-κακού τον «έσβησα», γυρνώντας το ασηµένιο κουµπί φουλ αριστερά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, σαν να µου είχε λείψει η «παρουσία» του, του ξαναέδωσα µια ευκαιρία να συνυπάρξουµε στον χώρο.Εµφανίστηκε µπροστά µου µε µια έκφραση που θύµιζε χαµόγελο. Όταν πλέον είχα κατέβει από την καρέκλα και οι φακοί επαφής είχαν επιστρέψει στο κουτάκι τους, η τεχνικός µου είπε ότι θα πάρει πολλά χρόνια µέχρι να εξασφαλίσουν την άδεια της Αρχής Τροφίµων και Φαρµάκων (FDA) των ΗΠΑ για να κυκλοφορήσει αυτή η τεχνολογία ευρέως.
Ο λόγος; Επειδή κανείς δεν ξέρει ακόµα τον αντίκτυπο στον ψυχισµό του ανθρώπου τόσο ρεαλιστικών παρουσιών, ιδίως σε ανθρώπους επιρρεπείς στη σχιζοφρένεια. Άλλο το να βλέπεις µια οθόνη, ή ακόµα και µια τρισδιάστατη ταινία, και άλλο το να είναι αδύνατον να διακρίνεις µεταξύ ενός πραγµατικού όντος και µιας προβολής στο οπτικό σου νεύρο – ιδίως όταν η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα στο «φάντασµα» να αντιδρά στις δικές σου κινήσεις, να απαντά στα λόγια σου, να επικοινωνεί (ή να προσποιείται ότι επικοινωνεί) µαζί σου.
Φεύγοντας από το εργαστήριο, τα συναισθήµατα ήταν ανάµεικτα. Πιο πολύ µε ανησύχησε το ότι δεν είχα ιδέα τι θα σηµάνει µακροπρόθεσµα αυτή η τεχνολογία για την ανθρωπότητα. Προφανώς, θα αλλάξει τον κόσµο των βιντεο-παιχνιδιών, του κινηµατογράφου, της ψυχαγωγίας γενικότερα, η οποία θα πάψει να έχει ανάγκη από οθόνες και σκηνές. Όλο το τοπίο, ο κόσµος ολάκερος, θα είναι µια σκηνή, µια οθόνη, ένα τεράστιο σανίδι. Όµως, αυτό που κανείς δεν µπορεί ακόµα να φανταστεί είναι πώς θα αλλάξει, πέραν της ψυχαγωγίας, η αίσθησή µας για τον «άλλον», για το ποιοι είµαστε «εµείς» οι ίδιοι.
[Του Γιάννη Βαρουφάκη από lifo.gr]
Το ειδαμε ΕΔΩ