Το τελευταίο διάστημα ανεβαίνω στο βουνό. Έχω πάρει τα βουνά σβάρνα. Προσπαθώ να είμαι όση περισσότερη ώρα γίνεται μακριά από ανθρώπους και θόρυβο. Ακούω τα πουλιά, κοιτάω τη θάλασσα, τα σύννεφα, τον ουρανό, τ’ αστέρια, το φεγγάρι, αγάπη μου, αγάπη μου, η νύχτα θα μας πάρει.
Εκεί στο βουνό είναι πολύ ωραία. Πίνεις ένα καφεδάκι, κάνεις ένα τσιγαράκι και τα βλέπεις όλα από κάποια απόσταση.
Καλά, είμαι γεμάτος απορίες. «Πώς ζουν άνθρωποι με 450 ευρώ;», «Πώς ζουν οι άνθρωποι χωρίς δουλειά;», «Πώς ζουν άνθρωποι χωρίς ρεύμα στο σπίτι τους;», «Πώς μπορούν και ζουν οι άνθρωποι στον δρόμο;», «Γιατί δεν ξεσηκώνονται όλοι αυτοί;».
Και ένα ερώτημα που πολύ με απασχολεί το τελευταίο διάστημα: «Τι με νοιάζει εμένα για όλα αυτά;». Το τι σφαλιάρα έχει φάει αυτό το ερώτημα δεν περιγράφεται. Το έχω ταράξει στις μπουνιές.
Στην τελευταία διαδήλωση είχα πει ότι δεν θα πάω. «Φτάνει πια» είπα, «εγώ το χρέος μου το έκανα. Να πάνε οι άλλοι τώρα».
Είχαμε πάει πάνω σε ένα λόφο και λιαζόμασταν αλλά μετά από λίγη ώρα λέω εγώ «δεν πάμε μια βόλτα;». «Πού να πάμε βόλτα;» «Πάμε έτσι προς το Μοναστηράκι» «Τι να κάνουμε στο Μοναστηράκι;» «Ε, πάμε μια βόλτα στην Ερμού» «Έχει διαδήλωση» «Δεν πάμε λίγο να δούμε τι γίνεται;» «Καλά, δεν είπες ότι δεν θέλεις να πας;» «Ε, πάμε λίγο Σύνταγμα και φεύγουμε». Και πήγαμε Σύνταγμα. Και δεν φύγαμε. Τουλάχιστον δεν φύγαμε πριν φύγουν όλοι.
Στις τελευταίες τρεις διαδηλώσεις, εντελώς συμπτωματικά μου τηλεφώνησε ο ξάδερφός μου. Στο τέλος, απηύδησε: «Έλα, πού είσαι;» «Στη διαδήλωση» «Πάλι στη διαδήλωση;» «Ε ναι μωρέ, να μην έρθω;» «Εσύ δεν χρειάζεται να πηγαίνεις στη διαδήλωση. Αφού γράφεις, συμμετέχεις και είναι σαν να πήγες». Ωραίο αυτό, με βολεύει. Και είναι και αποενοχοποιητικό. Δεν το είχα σκεφτεί.
Τέλος πάντων, εκεί στα βουνά, σκεφτόμουν πως ζούσαμε σαν σκλάβοι από πριν. Δηλαδή, δεν πάμε τώρα να γίνουμε σκλάβοι. Σκλάβοι ήμασταν και πριν. Τώρα πάμε –εκτός από σκλάβοι- να γίνουμε και φτωχοί. Καλά, κάποιοι έχουν γίνει ήδη.
Αν το καλοσκεφτείς, είχαμε όλες τις συνήθειες των σκλάβων. Δηλαδή, τα χρόνια της «ευημερίας» σκλαβωθήκαμε σε τράπεζες, δάνεια, κάρτες κλπ., οπότε ήρθε η χρεοκοπία και μας βρήκε έτοιμους. Ήμασταν έτοιμοι από καιρό.
Δηλαδή, πήγαμε και σκλαβωθήκαμε μόνοι μας. Είναι ωραία φάση η σκλαβιά. Για κάποιους. Την γουστάρουν, ρε παιδί μου.
Στην παρέα μου, είμαι ο πιο τυχερός. Όλα αυτά τα μέτρα των τελευταίων χρόνων δεν με έχουν πετύχει πουθενά. Πουθενά, όμως.
Όλα αυτά τα μέτρα αποδεικνύουν πόσο καλά έκανα τόσα χρόνια που δεν ήθελα καμία ιδιοκτησία. Κάποιοι φίλοι μου έχουν σπίτια και αυτοκίνητα και τώρα δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Φαντάσου να ξυπνάς κάθε πρωί και ο βραχνάς σου να είναι το σπίτι σου. Το δικό σου σπίτι. Που, τελικά, δεν ήταν δικό σου.
Σκέφτομαι όλους αυτούς που, όταν γινόταν συζήτηση για τη δημοκρατία στην αρχαία Αθήνα, σου έλεγαν με στόμφο πως στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχε δημοκρατία επειδή υπήρχαν δούλοι.
Δηλαδή, αυτοί που το έλεγαν αυτό και χρωστούσαν το σπίτι, το αυτοκίνητο –και ό,τι άλλο υπάρχει-, ενώ, παράλληλα, δεν είχαν ανοίξει ένα βιβλίο στη ζωή τους και ψήφιζαν αναγκαστικά τον πολιτευτή που τους «έχωσε» σε μια δουλίτσα, ήταν ελεύθεροι. Αυτοί δεν ήταν δούλοι. Καλά, παιδιά, περαστικά.
Μα «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε». Εντάξει, σίγουρα είναι ο καπιταλισμός αλλά βλέπω πως τα αποτελέσματα του καπιταλισμού για τους πολίτες είναι κάπως κομμουνιστικά. Και όχι κομμουνιστικά με την έννοια της υπέροχης ιδεολογίας του κομμουνισμού –που δεν την έχουμε δει ακόμα να εφαρμόζεται – αλλά με την έννοια του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Το αστείο είναι γλίτωσαν οι αστοί τα σπίτια τους από τους αδίστακτους κομμουνιστές και θα τους τα πάρουν οι τράπεζες. Καλά να πάθουν. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Βέβαια, και η κλοπή είναι ιδιοκτησία αλλά, ας μην το τραβήξω τώρα γιατί θα δυσκολευτεί το αναγνωστικό κοινό.
Επίσης, οι αστοί θα ζουν με τα απολύτως απαραίτητα, θα παίρνουν σχεδόν όλοι τον ίδιο χαμηλό μισθό και θα βλέπουν το γιατρό με ραντεβού έξι μήνες μετά. Το θετικό της υπόθεσης είναι πως μπορούμε να πάρουμε όλα τα ανέκδοτα που λέγονταν για τους Σοβιετικούς και να τα χρησιμοποιούμε πια για εμάς.
Ίσως, οδηγηθούμε στον κομμουνισμό και -στη συνέχεια – στην αναρχία, δια της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού.
Καλά, είσαι σοβαρός; Όχι, αλλά κι όλοι αυτοί που μας τα έχουν κάνει μπαλόνια τόσα χρόνια με τα χρέη, τις δόσεις και τα δάνεια είναι σοβαροί; Εγώ νομίζω πως είναι για πολλές φάπες.
Αλλά οι δούλοι δεν ρίχνουν φάπες. Ή μάλλον, ρίχνουν φάπες στον εαυτό τους.
Αυτά σκέφτομαι εκεί πάνω στο βουνό. Στο βουνό που δεν ανήκει σε κανέναν. Δηλαδή ανήκει σε όλους. Κι επειδή ανήκει σε όλους, δεν πατάει το πόδι του σχεδόν κανείς. Εκτός από τα πουλιά και τα ζώα του δάσους. Που είναι φίλοι μου.
Του Πιτσιρίκου