«Όταν θα φεύγεις γύρισε το βλέμμα… και κοίτα εμένα για στερνή φορά …..» ακούστηκε μια περίεργη μουσική μέσα από το δάσος με το ποτάμι κι από μέρος αθώρητο από τους ανθρώπους που έμεναν απέναντι. Η Όλγα έμεινε άναυδη. Δεν μπορεί να ήταν πάλι ο ίδιος άνθρωπος. Κι όμως ήταν αυτός που θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για την αγάπη της. Ο Αλέξανδρος. Εκείνος που κάθε φορά ένιωθε τόσο το πάθος να τον παρασύρει, που έχανε τον κόσμο όταν σκεφτόταν ότι μπορεί να τη χάσει. Έτσι κι αυτό το βράδυ ήθελε με τη μουσική να δείξει και πάλι στην Όλγα πόσο πολύτιμη ήταν γι’ αυτόν.
Ήταν εκείνο το δάσος με το ποτάμι το αγαπημένο σημείο του Αλέξανδρου. Μπορούσε να της μιλά χωρίς κανείς να τον βλέπει. Ειδικά τις νύχτες… αχ εκείνες οι σκληρές νύχτες που δεν είχε την αγκαλιά της!!! Φυσικά τον άκουγε όλη η γειτονιά, αλλά κανείς δεν ήξερε ούτε ποιος ήταν ούτε σε ποια έκανε καντάδα. Η μόνη που ήξερε ήταν αυτή που χαιρόταν, γιατί ήξερε πόσο την αγαπάει. «Το πάθος σε βασανίζει και αυτό με στεναχωρεί…» του έλεγε πολλές φορές. Ο ίδιος όμως προτιμούσε να ξεσπά έτσι. Και λένε πως η μουσική εξημερώνει τα ήθη, εκφράζει τα έντονα συναισθήματα και δεν κάνει κακό. Κι αυτός ήταν ο τρόπος του να της δείχνει κάθε φορά τι ένιωθε και πως αυτός είναι εκεί, κοντά της. Απόψε ήξερε πως μπορεί να στερηθεί την αγκαλιά της για μέρες και πονούσε.
Εκείνη η μουσική σε συνδυασμό με το υπέροχο τοπίο και με τη σκέψη της αγαπημένης του απάλυνε λίγο τον πόνο του. Ήταν και ένα άλλο. Η γωνιά εκείνη του βουνού του θύμιζε κάτι από τα μέρη που μεγάλωσε. Από το χωριό του που ήταν χωμένο στην καρδιά της Πίνδου. Μέσα στο πράσινο και στην ηρεμία της φύσης. Για να φτάσει κανείς στο χωριό εκείνο έπρεπε να διαβεί το δρόμο δίπλα στο ποτάμι, τις “ρευματιές του Παραδείσου”, όπως έλεγαν οι ντόπιοι. Η διαδρομή ήταν υπέροχη. Περνούσες μέσα από δέντρα που η σκιά τους για πολλά χιλιόμετρα έκρυβε τον ήλιο. Κι όταν έβγαινες μετά από πολλή ώρα στο ξέφωτο αισθανόσουν λες και ήσουν άλλος άνθρωπος. Λες και μια καλή νεράιδα μάγευε την ψυχή σου και της έδινε ένα άλλο φως.
Αυτό το άλλο φως είδε ο Αλέξανδρος στα μάτια της Όλγας, σαν την ταξίδεψε για πρώτη φορά σε κείνη τη γωνιά της Ελλάδας. Ήταν εκείνο το φως που τον έκανε να βουρκώσει και να δακρύσει, γιατί μέσα στα υπέροχα αυτά μάτια u949 είχε δει από την πρώτη στιγμή τη ζωή του μαζί της. Αυτά τα μάτια τα ονειρευόταν από μικρό παιδί, από τότε που η ψυχή του άρχισε να ζητά την αγνή αγάπη, αυτή που λένε πως υπάρχει μόνο στα παραμύθια και εμφανίζεται μόνο μια φορά στα χίλια χρόνια. Αυτά τα μάτια τα ονειρευόταν κάθε φορά που διάβαινε το δρόμο στο δάσος πλάι στο ποτάμι. Σ εκείνο το δάσος που τόσο έμοιαζε με το αγαπημένο του σημείο, που έμοιαζε σαν όαση μέσα στην αφιλόξενη πολιτεία.
Πήγαινε συχνά σε κείνο το μέρος. Τις πιο πολλές φορές χωρίς να το ξέρει η αγαπημένη του. Καθόταν κι έβλεπε το νερό να τρέχει στο ρυάκι. Τον ηρεμούσε το τοπίο και τα τεράστια δέντρα που έκρυβαν μέσα τους σοφία αιώνων. Του άρεσε να ακούει τα πουλιά να κελαηδούν τις ανοιξιάτικες και τις καλοκαιρινές νύχτες. Ήταν σα να άκουγε τη φωνή της ξανά και ξανά να του λέει «σ’ αγαπώ πολύ». Εκείνο το σ’ αγαπώ της ήταν γι’ αυτόν η πιο όμορφη μουσική του κόσμου. Ήταν κάτι σαν βάλσαμο στις πληγές της ψυχής του που είχε βασανιστεί τόσο τα τελευταία χρόνια πριν γνωρίσει την Όλγα. Ήθελε να το ακούει κάθε στιγμή και το έβλεπε στα μάτια της ακόμα κι όταν αυτά ήταν πονεμένα. Γιατί το παράφορο πάθος του και ο παρορμητισμός του πολλές φορές του ταλάνιζε την ψυχή και τον οδηγούσε σε λόγια που την πονούσαν. Και ο πόνος αυτός της Όλγας τον είχε τελικά συνεφέρει από το παράλογο, απλά γιατί ένιωσε πως θα έχανε αυτό το μεγαλείο της αγάπης και θα κατέστρεφε δύο ψυχές που ήταν ήδη μία.
Αυτές τις νύχτες τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο μπαλκόνι της Όλγας που ήταν ακριβώς απέναντι. Ένοιωθε πως δεν μπορούσε να ζήσει αν δεν την έβλεπε έστω κι από μακριά. Κι όταν την έβλεπε ήξερε πως δεν ήταν μεγάλο το διάστημα που θα ήταν κι αυτός σ’ εκείνο το μπαλκόνι μαζί της και αγκαλιά θα έβλεπαν μαζί το φεγγάρι. Αν και η Όλγα του είχε πει πολλές φορές ότι το ήθελε, αυτός δεν της το είχε εκφράσει ανοιχτά. Αλήθεια, υπεραγαπούσε αυτό το σπίτι, γιατί ήταν κομμάτι του εαυτού της και σχεδόν όλα εκεί μέσα είχαν τη δική της πινελιά. Ακόμα και στα πιο κρυφά του όνειρα δεν το είχε φανταστεί ότι μπορούσε να τον περιμένει μια τόσο υπέροχη γωνιά με μια ευτυχισμένη οικογένεια στα σαράντα του χρόνια. Η λαχτάρα του πια ήταν να ζήσει εκεί και να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου της. Να ζήσει μαζί της όσα είχε ονειρευτεί από παιδί και να βλέπει στα μάτια της κάθε μέρα εκείνο το υπέροχο φως. Τα όνειρά του πια είχαν σημείο αναφοράς αυτό το κορίτσι.
Η μουσική δεν κράτησε πολύ εκείνο το βράδυ. Το μυαλό του βασανιζόταν. Η σκέψη του τον γύρισε πίσω. Στα χρόνια που ήταν μακριά της, όταν και οι δύο ζούσαν εφιάλτη. Στα χρόνια που τα όνειρα είχαν πνιγεί. Στα χρόνια που κάποιοι είχαν κάνει τα λουλούδια της ψυχής τους να μαραθούν. Και ήξερε πως ακόμη αυτός ο άνθρωπος ήταν εκεί στο σπίτι της. Δεν μπορούσε να το αντέξει. Δεν ήθελε να τον αντικρύσει. Η αγάπη της όμως τον έφερε και πάλι έξω από τα σκαλοπάτια της. Δεν μπορούσε να μη νιώθει το βλέμμα, την ανάσα της.
Η Όλγα ήταν συνεχώς κοντά του όλο το βράδυ. Όταν όμως είδε εκεί κομμάτια του κακού παρελθόντος, το πάθος τον κυρίευσε. Την πόνεσε. Πόνεσε και ο ίδιος δύο φορές, μία για τον τρόπο του και μία για τον πόνο της Όλγας. Όταν έφυγε από το σπίτι πήγε πάλι απέναντι. Ένιωθε ότι την είχε χάσει. Ένιωθε να χάνει το μυαλό του.
Η Όλγα δε βγήκε στο μπαλκόνι. Η μουσική δεν τον ηρεμούσε. Ήθελε να της μιλήσει. Ήξερε πως θα πληρώσει το λάθος με μοναξιά. Κι εκεί φάνηκε το μεγαλείο της αγάπης της. Τον ανέβασε ξανά στο μπαλκόνι με τον τρόπο της. Τα δάκρυά του δεν σταμάτησαν όλη τη νύχτα. Και το πρωί με συντροφιά την δική της πνοή, λυτρωμένος από τις βασανιστικές του σκέψεις έκανε το δάκρυ του μελάνι. Ναι. Αυτή ήταν η μούσα του. Αυτή που με τον τρόπο της τον έκανε να ξαναβρεί το χαμένο του εαυτό. Αυτή που ανέστησε τα χαμένα του όνειρα. Ακόμα κι αν τον έδιωχνε τώρα, Ο Αλέξανδρος ήξερε πως είχε ζήσει το μεγαλείο της αγάπης. Το πάθος, τον πόνο, την αγωνία και τη συγχώρεση.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΥΦΑΝΤΗΣ