Εικόνες. Εικόνες έχω μόνο. Εικόνες και συναισθήματα. Εικόνες δικές μου, και ίσως και δικές σου.
Πάρκο Φαλήρου. Παραμονή πρωτοχρονιάς. Γύρω στις 12 το μεσημέρι. Η παιδική χαρά γεμάτη με πιτσιρίκια, με φωνές , με γέλια, με κλάματα. Ο ήλιος ζεστός στα παγωμένα μας χέρια, η ανάσα μας αχνός. Γελάω με τα παιδιά μου που παίζουν, ανακαλύπτουν, εκπλήσσονται, ξεχνιέμαι από όλα βλέποντας τα. Θέλουν περίπατο στην θάλασσα. Η μέρα βοηθάει. Η θάλασσα ήρεμη. Ο κόσμος πάει κι έρχεται. Τα παγκάκια γεμάτα. Μαζεύω πέτρες να ρίξω στην θάλασσα με τον γιο μου. Και σε βλέπω. Σε ένα παγκάκι ξαπλωμένο. Μόνο. Τυλιγμένο με βρώμικα ρούχα και με ένα σκουφί στο κεφάλι που σκεπάζει και την μύτη σου. Γύρω σου δυο σακούλες, με τα πράγματα σου; Ποιος ξέρει; Ποιος είσαι; Τι χρειάζεσαι; Τι σου συνέβη; Γιατί είσαι εδώ μόνος; Δεν ξέρω. Δεν σε ρώτησα ποτέ.
Αύγουστος. Ζέστη ή μάλλον καύσωνας. Αθήνα, κέντρο. Μεσημέρι. Όλα βράζουν. Δεν έχει κίνηση. Όσοι περπατάνε έχουν το κεφάλι σκυφτό, σαν να θέλουν έτσι να προφυλαχτούν από τον ήλιο. Όσοι οδηγούν έχουν κλειστά τα παράθυρα κι ανοιχτό το αιρ κοντίσιον. Θόρυβος μας τρομάζει. Μπροστά μας. Ένα κορμί τινάζεται από μια μηχανή κάνει δύο τούμπες στον αέρα και σκάει στο δρόμο. Με το κεφάλι. Χωρίς κράνος. Αίμα μόνο. Πρόσωπο δεν διακρίνω. Αίμα. Δε σε ξέρω , μα φοβάμαι για σένα και για αυτούς που μένουν.
Καλοκαίρι. Ξημερώματα Σαββάτου. Πλατεία Μαβίλη. Κόσμος για «βρώμικο». Φωνές, γέλια, πειράγματα, κορναρίσματα, βρισιές, φρένα. Μπουκωμένη προσπαθώ να μαζέψω το κέτσαπ με την χαρτοπετσέτα, γελάω. Και σε βλέπω. Καθισμένη σε ένα πεζούλι με ένα τσιγάρο στο χέρι να κλαίς. Μόνη σου. Γύρω σου ψυχή, λες και συνοδός σου είναι ο ανθρωποδιώχτης. Είσαι μικρή όχι πάνω από 20, αδύνατη, λεπτοκαμωμένη, με μαλλιά μέχρι τους ώμους σου και ένα τζιν φαρδύ. Κλαίς απαρηγόρητη. Σε κοιτάω και δεν ξέρω τι να κάνω. Περνάνε 2-3 λεπτά κι εσύ ακόμη κλαίς. Δεν έχω ιδέα τι σου συμβαίνει. Σε πλησιάζω. Δεν αντιδράς. Απλώνω τα χέρια μου και σε αγκαλιάζω. Δεν διστάζεις, πέφτεις στην αγκαλιά μου και κλαίς.
Τραίνο. Συνωστισμός. Ζέστη. Μυρωδιές ανάκατες, κυρίαρχη ιδρωτίλα. Νεύρα. Όλοι έχουν νεύρα στο τραίνο. Στάση στη Βικτώρια. Μπαίνει ο επαίτης. «ματάκια δεν έχω» φωνάζει ανοίγει το στόμα του κάτι να πει ακόμη. Τον σταματά η στεντόρεια φωνή κάποιου. «στα αρχίδια μου, βρωμάς» θα του πει. Κάποιοι γελάνε, κάποιοι αδιαφορούν, άλλοι μιλάνε στο τηλέφωνο. Ο επαίτης σκύβει το κεφάλι. Κι εγώ μαζί του.
Κηφισίας στο ύψος του Χαλανδρίου. Εγώ πεζή, περπατάω χαζεύοντας, απόγευμα ανοιξιάτικο, ότι πρέπει. Δεν μου συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο απλά χαίρομαι. Χαζεύω με τα λουλούδια που βλέπω ανθισμένα στα παρτέρια, με τα πουλιά που πετάνε αδιάφορα με το άρωμα από τις λεμονιές. Γενικά χαίρομαι. Μέχρι που ακούω μια στριγκλιά. Κι ένα φρενάρισμα. Προχωρώ γρήγορα. Ένας άντρας ηλικιωμένος στην μέση του δρόμου, σκύβει, δίπλα του έχει κατέβει ο οδηγός του αυτοκινήτου, εγώ ένα βήμα πίσω τους. στην άσφαλτο ένα σκυλάκι μικρό, σχεδόν κάτω από τις ρόδες. Ο ηλικιωμένος σαν να κρατά το παιδί του αγκαλιά το παίρνει με τρυφερότητα στην αγκαλιά του και κλαίει. Είναι μέσα στα αίματα, μάλλον νεκρό. Δίπλα του ο οδηγός, γύρω στα 35, αμήχανος, βγάζει την ζακέτα του και την δίνει στον ηλικιωμένο. Τον βοηθάει να τυλίξουν το νεκρό σκυλάκι. Να σας πάω κάπου , του λέει, ναι παιδί μου απαντά ο ηλικιωμένος, στο άλλο δρόμο είναι το σπίτι μου, ήταν ο μόνος που είχα του λέει και ξεσπάει σε κλάματα.
Πρωί στην Πανεπιστημίου. Γύρω στις 9.30. σταματάω στο φανάρι της Βουκουρεστίου, στον πεζόδρομο για να πάρω θεσσαλονίτικο κουλούρι. Μπροστά μου δυο κύριοι, αγοράζουν κι εκείνοι. Δίπλα τους στέκεται ένας παππούς, καθαροντυμένος. Σας παρακαλώ μπορείτε να μου αγοράσετε κι εμένα ένα; Ξέχασα το πορτοφόλι μου, τους λέει. Άντε να χαθείς βρωμόγερε του λέει ο ένας και τον σπρώχνει. Προς στιγμή τα χάνω. Ο παππούς πισωπατάει, σκύβει το κεφάλι του και κάνει να φύγει. Τον κρατάω από το μπράτσο. Θα φάμε μαζί του λέω; Μου χαμογελάει ντροπαλά, το βλέμμα του ηρεμεί. Αγοράζουμε κουλούρι. Το μασουλάει αργά, απολαυστικά, περνάμε απέναντι. Του έχω υποσχεθεί καφέ, του αγοράζω ένα γλυκύ βραστό και κατηφορίζουμε στο Σύνταγμα. Παππούλη μόνε, μακάρι να είσαι καλά.
Απόγευμα χειμωνιάτικο. Κρύο πολύ. Γυρίζουμε σπίτι από βόλτα με τους πιτσιρικάδες. Παρκάρουμε το αυτοκίνητο και βλέπουμε μπροστά μας ένα σκυλάκι μικρό, έχει μπλεχτεί στο τρίχωμα του ένα κλαδί με αγκάθια, έρχεται κοντά μας, τον παίρνω αγκαλιά και σιγά –σιγά του βγάζω το κλαδί. Μου γλείφει τα δάχτυλα. Κοιταζόμαστε με τον άντρα μου. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε στο κρύο. Βγάζουμε τα παιδιά από το αυτοκίνητο, παίρνουμε και το σκύλο και μπαίνουμε στο σπίτι. Πλένω τα παιδιά, πλένω και τον σκύλο, τον ταΐζουμε, του στρώνουμε ένα χαλάκι, ξαπλώνει εκεί και κοιμάται μακαρίως. Ο κοκοπίκος, έτσι τον ονομάσαμε, δεν λερώνει, δεν γαυγίζει, ανέχεται τους μικρούς που προσπαθώντας να παίξουν μαζί του τον πατάνε. Δεν αντιδρά , δεν δαγκώνει. Μόνο μας κοιτά με αυτά τα υπέροχα ζεστά ματάκια του και λέει χίλια ευχαριστώ, μας γλύφει τα χέρια, παίζει, τρώει, χαίρεται την κάθε του στιγμή. Ψάχνουμε να βρούμε τα αφεντικά του. Από την αστυνομία, την υπηρεσία του δήμου για τα αδέσποτα και τις φιλοζωικές εταιρείες. Τίποτε. Ποιος σε άφησε μικρέ μου κοκοπίκο;
Έχω εικόνες, βλέμματα, σιωπές, τσακωμούς, κουβέντες, μυρωδιές, ανάσες, ομορφιές, σκιές, υποσχέσεις… έχω τα πάντα. Για αυτό λέω:
Να την βράσω την κρίση και όλα, να βράσω τα συνέδρια σας, τα υπουργιλίκια σας, τις βαρυσήμαντες συναντήσεις σας, την τρόικα, τις βαρύγδουπες δηλώσεις σας, τις συνωμοσίες σας, τις ψευτιές σας. Τίποτε από όσα κάνετε δεν έχει ΖΩΗ μέσα του. Δεν έχει ελπίδα, αλληλεγγύη, ομορφιά, χαρά, αγάπη. ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
Θέλετε να με κάνετε φτωχή. Αλλά δεν μπορείτε. Ο πλούτος είναι μέσα μας.
Άλλο είναι το νόημα. Εσείς το έχετε χάσει.
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΟΛΕΣ ΣΟΥ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
Που λέει και ο τραγουδοποιός…
ΝΑΝΤΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ για τα ΑΛΗΘΙΝΑ ΨΕΜΑΤΑ