True Lies

Σα10182014

Last update08:54:00 μμ

  • ΠΩΣ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΤΕ

Back ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΥΝΤΑΚΤΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΝΑΝΤΙΑ ΤΡΙΑΝΑΦΥΛΛΟΥ ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

ΟΧΙ ΑΛΛΗ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Έχω ανάγκη να μοιραστώ ένα πείραμα που έκανα τις τελευταίες 10 μέρες γιατί συμπέρασμα δεν βγάζω και κοντεύω να σκάσω. Νοιώθοντας πως έχω κλειστεί πολύ στον εαυτό μου και πως απέκλεισα πολλούς ανθρώπους από την ζωή μου τα τελευταία δύο χρόνια αποφάσισα να ανοίξω τα δικά μου «παράθυρα» διάπλατα για να φυσήξει μέσα μου η πνοή των γύρω μου. Έτσι  άνοιξα την ατζέντα μου κι άρχισα να παίρνω τηλέφωνα ανθρώπους που είχα καιρό να τους μιλήσω. Αρχίσαμε με τα τετριμμένα τι γίνεται, τι κάνεις, που είσαι ρε ψυχή, που χάθηκες  και τα συναφή μέχρι να καταφέρω με τον συνομιλητή  μου να ανοίξω ουσιαστική γραμμή επικοινωνίας. Δεν θα χρονοτριβήσω. ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΛΑ. Όταν λέμε κανείς. Το εννοώ.  Κανείς. Όλοι με μια στεναχώρια, μια απογοήτευση, μια μαυρίλα, μια κατάθλιψη. Ναι με κατάθλιψη. Όχι ότι εγώ πάω και πολύ καλύτερα. Όχι. Αλλά ρε παιδί μου  θα προτιμούσα να είμαι μειονότητα. Να μην είμαστε πλειοψηφία. Να μην είμαστε οι περισσότεροι χάλια. Έστω ένας μας να είναι αισιόδοξος, χαρούμενος, γελαστός, ερωτευμένος. Τίποτε. Τζίφος. Όλοι στο μαύρο μας το χάλι. Άλλος προβλήματα με την δουλειά, άλλος απολυμένος και άφραγκος, άλλος με προβλήματα υγείας δικά του ή των γονιών του, άλλος τσακωμένος με τη γυναίκα του, άλλος χωρίς γκόμενο ή γκόμενα, άλλος πνιγμένος από μοναξιά, άλλος χρεωμένος μέχρι το λαιμό. Άλλος αυτό, άλλος το άλλο. Και μια υποψία χαράς σε κανέναν. Κανείς τους δεν βγαίνει έξω, «που είναι ρε τα γλέντια, τα ξενύχτια που κάναμε παρέα παλιά» αυτό άκουγα από όλους. Κι όσοι ακόμη βγαίνουν  στην ερώτηση «περνάς καλά;» είναι με ένα εεεεεε… και καλά δεν το λες. Δηλαδή χάλια. Τι έγινε ρε παιδιά ρωτάω;. εγώ έχω κλειστεί μέσα με τα πιτσιρίκια εσείς τι διάολο κάνετε; Ε, τι να λέμε τώρα, κι έξω να βγεις όλοι σε χειμερία νάρκη βρίσκονται, κανείς δεν την πέφτει σε κανένα, έξυπνη ατάκα έχω καιρό να ακούσω, βγες να δεις τι κυκλοφορεί έξω και τα ξαναλέμε  και πάει λέγοντας.

Εντάξει λέω μέσα μου. Μάλλον τους πέτυχα όλους σε κακή φάση, ήταν η πρώτη μου σκέψη.  Αλλά αυτό που μου είπε ένας φίλος «βγες να δεις τι κυκλοφορεί έξω και τα ξαναλέμε» με έβαλε σε παράξενο  δρόμο. Με ιντρίγκαρε περίεργα. Κι αποφάσισα να βγω, όσο μπορώ κι όσο μου επιτρέπουν οι πιτσιρικάδες. Και ξεκίνησα με το πιο απλό: πήρα το μετρό, κατέβηκα στο κέντρο, έκανα βόλτα και χάζεψα βιτρίνες. θυμάμαι παλιά όταν δεν ήμουν και πολύ στα καλά μου μια τέτοια βόλτα πάντα μου έφτιαχνε την διάθεση. Ξεχνιόμουνα με αυτά που έβλεπα, όλο και κάτι άκουγα, όλο και κάτι όμορφο έβλεπαν τα μάτια μου κι έτσι αποφάσισα και πάλι να κάνω την γνωστή παλιά μου βόλτα.  Άρχισα να κοιτάω γύρω μου. Χαμογελαστή φάτσα δεν είδα. Γέλια στο δρόμο δεν άκουσα. Η Ερμού αρχή των εκπτώσεων σχεδόν άδεια, τα μαγαζιά επίσης, σχεδόν κανείς δεν κρατούσε τσάντα με ψώνια και ελάχιστοι έκαναν  χάζι. Όλοι με σκυφτό κεφάλι, περπάταγαν με βήμα γοργό σαν όλοι να είχαν τις πλέον βιαστικές δουλειές να κάνουν. Οκ λέω μέσα μου. Ας κάνω μια βόλτα στο Μοναστηράκι, εκεί θα έχει άλλο αέρα. Μέτριος κόσμος, τουρίστες οι περισσότεροι μεταξύ των πρώτων και δεύτερων –ήντα  με το χαμόγελο της ηλικίας τους στο πρόσωπο και από γέλια πάλι τζίφος. Βγαίνω στον σταθμό του ηλεκτρικού και πάω προς Θησείο.

Αναζητώντας  πλέον έντονα να δω φάτσες χαρούμενες. Είχα χρόνια να πάω, αυτό είναι αλήθεια. Όχι ότι άλλαξαν πολλά. Μόνο τα πρόσωπα άλλαξαν. Έκανα βόλτα έξω από τις καφετέριες, το αλλοτινό νυφοπάζαρο που λέγαμε με τις φιλενάδες μου πριν από κάτι χρόνια. Κοίταζα δεξιά αριστερά έψαχνα εναγωνίως κάτι να μου κάνει κλικ, τίποτε. Άνθρωποι διαφόρων ηλικιών έπιναν τον καφέ τους σε πλήρη αφασία, κοιτάζοντας με βλέμμα απλανές από δω κι από κει, κάτι συζητώντας αραιά και που μεταξύ τους χωρίς όμως ίχνος χαβαλέ. Πότε έγιναν ρε παιδί μου όλα τόσο σοβαρά, άρχισα να αναρωτιέμαι. Να μην στα πολυλογώ με έπιασε κατάθλιψη και γύρισα σπίτι. Και το χαμόγελο μου το ξαναβρήκα, άρχισαν τις μπούρδες οι μικροί, είπε την ατάκα του  ο άντρας μου και πέθανα στα γέλια και ξέχασα την αποτυχημένη μου βόλτα.

Δεν το έβαλα κάτω όμως. Κανόνισα με κάτι φίλους να βγω για ποτό, σκεπτόμενη ότι η νύχτα έχει το προτέρημα να τα κάνει όλα πιο ωραία. Ανέλαβε ο σύζυγος τους μικρούς και βγήκα. Ε αυτό που έζησα ήταν απίστευτο. Όλοι σε κατατονία. Εντάξει γέλια κάπου και που άκουγα αλλά έσβηναν τόσο γρήγορα που άρχισα να αμφιβάλω και για τη γνησιότητα τους. φαντάσου ότι σε λιγότερο από μισή ώρα έπαψα πια να τα ακούω. Άρχισα με τα μάτια να ψάχνω γύρω. Όλα κι όλα δύο ζευγάρια είδα μόλις που έδειχναν ερωτευμένα. Πολλές μόνες, πολλούς μόνους, πολλά ζευγάρια με ξινίλα έντονη. Τα είπαμε με τα φιλαράκια, ήπιαμε δυο ποτά, ακούσαμε τραγούδια καλά και γύρισα σπίτι. Τι έγινε ; με ρωτάει ο άντρας μου. Τίποτε του λέω, στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα αγέλαστα.

Επέμεινα. Μετά από 3 μέρες ξαναβγήκα έξω. Μεσημεράκι για καφέ. Πάλι με το μετρό. Ο καιρός καλός, ήλιος χειμωνιάτικος και πάλι μια από τα ίδια. Μια στεναχώρια να πλανιέται παντού. Το ίδιο και στο λεωφορείο, το ίδιο και στο μετρό. Όλοι σκυφτοί και μουτρωμένοι, όλοι χαμένοι στις δικές τους σκέψεις, όλοι αμίλητοι, κανείς να διαβάζει, κανείς να χαμογελάει έστω μιλώντας στο τηλέφωνο. Ακόμη κι οι πιτσιρικάδες μιλάγανε σχεδόν χαμηλόφωνα, σοβαροί έντονα προβληματισμένοι. Κάπου και που τους ξέφευγε κανένα αστείο και γέλαγαν με το πηγαίο γέλιο της εφηβείας τους και τους παρατηρούσα που το μάζευαν στα γρήγορα λες κι έκαναν κανένα έγκλημα.

Τι έγινε ρε παιδιά; Τι μας χτύπησε ομαδικά στο κεφάλι; Τι μας έκαναν και μαύρισε έτσι η  ζωή μας; Τι μας συμβαίνει και δεν έχουμε το κουράγιο ούτε να γελάσουμε; Που πήγε ο χαβαλές μας; Ο αυθορμητισμός μας; Μας έφαγαν οι έγνοιες, τα PSI, η κρίση, το εάν θα πάρουμε την επόμενη δόση του δανείου, το εάν θα γυρίσουμε στην δραχμή ή θα μείνουμε στο ευρώ, το τι είπε ο ένας  , τι είπε ο άλλος, πότε θα καταστραφούμε , πότε θα πεινάσουμε, και πάει λέγοντας;

Ρε Ουστ. Ουστ.  πες το μέσα σου. Μια  ζωή την έχουμε και να γίνουν όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα ίσως να μας βγει και σε καλό, ίσως μέσα από τις στάχτες μας να κάνουμε μια καλύτερη πατρίδα για εμάς και τα παιδιά μας. Ίσως η ζωή μας να αλλάξει προς το καλύτερο και να μάθουμε με τα λίγα να ζούμε πιο όμορφα, πιο αισιόδοξα με περισσότερη ανθρωπιά και αλληλεγγύη.

Όχι άλλη κατάθλιψη. Φτάνει. Αρκετά μας έκαναν φυτά με την πλύση εγκεφάλου που συστηματικά μας κάνουν εδώ και δύο χρόνια μην τους χαρίσουμε  την ζωή μας. Εμείς είμαστε η πλειοψηφία.