Παραμονή Χριστουγέννων.Ο Ε.Σ. (καμία σχέση με τον Εμπενέζερ Σκρουτζ, Ελευθέριος Στρατάκης λέγεται), είναι σκυμμένος πάνω από το γραφείο του και κοιτάει τους λογαριασμούς ξεφυσώντας.
Κάποια στιγμή σηκώνεται με το λογαριασμό της ΔΕΗ στο χέρι και πηγαίνει στο καθιστικό, όπου η γυναίκα του βλέπει τηλεόραση.«Δεν είναι δυνατόν», της λέει. «560 ευρώ; Που θα τα βρούμε να τα πληρώσουμε;»Εκείνη δεν απαντάει ούτε καν τον κοιτάει.«Δε μιλάς;»Εκείνη ούτε καν τον κοιτάει.
Ο Ε.Σ. τη διαολοστέλνει και αφού πετάει το λογαριασμό μαζί με τους υπόλοιπους πάει στην τουαλέτα και βγάζει τη μασέλα του.
Προτού ξαπλώσει ανοίγει την πόρτα του παιδικού δωματίου. Ο γιος του είναι εκεί, 35 χρονών πλέον, και κοιτάει με προσήλωση την οθόνη του υπολογιστή. Δε δίνει καμία σημασία στην πόρτα που άνοιξε.
Ο Ε.Σ. τον κοιτάει για λίγο περιμένοντας μια αντίδραση. Τελικά φεύγει βαρώντας την πόρτα.
Ξαπλώνει στο κρεβάτι του βογκώντας. Πολύ γρήγορα τον παίρνει ο ύπνος.
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ
Μετά από λίγη ώρα ύπνο ακούει την πόρτα να ανοίγει. Σηκώνει λίγο το κεφάλι και βλέπει να μπαίνει μέσα ο αδελφός του, με μια θηλιά στο λαιμό.
«Κώστα, εσύ είσαι;» τον ρωτάει μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. Πριν ένα χρόνο τον είχαν θάψει, χωρίς επικήδεια τελετή, αφού είχε αυτοκτονήσει.
«Λευτέρη», του λέει το φάντασμα του αδελφού, «σήμερα θα σε επισκεφτούν τρία πνεύματα. Άκουσε ‘τα καλά, δεν έχεις πολύ χρόνο.»
Έπειτα βγαίνει και κλείνει σιγά την πόρτα.
Ο Ε.Σ. πίνει λίγο νερό από το ποτήρι που έχει δίπλα στο κρεβάτι, περιμένει μήπως ξαναδεί το φάντασμα και καθώς τον παίρνει ο ύπνος ψιθυρίζει: «Αδελφέ μου!»
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Λίγο αργότερα, μέσα στον ύπνο του, ο Ε.Σ. νιώθει κάτι να του γαργαλάει τα πόδια. Ξυπνάει και βλέπει όρθιο μπροστά του έναν γέρο ίδιο με τον Αντρέα Παπανδρέου στα τελευταία του -όσον αφορά τη χλομάδα, αλλά με το νεανικό ζιβάγκο.«Αντρέα;» κάνει ο Ε.Σ.-«Είμαι το πνεύμα των περασμένων Χριστουγέννων», λέει το φάντασμα. «Σήκω και έλα μαζί μου.»
Ο Ε.Σ. σηκώνεται βγαίνει με τον Αντρέα στο μπαλκόνι και πετάνε πάνω από τα σπίτια μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους.
Αυτή είναι γεμάτη κόσμο, καθώς και όλοι οι δρόμοι τριγύρω. Κόσμο με πλαστικά πράσινα σημαιάκια που ζητωκραυγάζει: «Τσοβόλα, δως ‘τα όλα».
Ο Ε.Σ. με το πνεύμα προσγειώνονται δίπλα στον ομιλητή, τον Αντρέα Παπανδρέου. Το πνεύμα τού δείχνει τον νεότερο εαυτό του, που βρίσκεται στις πρώτες σειρές της ομιλίας με μια τεράστια σημαία του ΠΑΣΟΚ.
«Θυμάσαι;» τον ρωτάει το πνεύμα.
«Το ’85 δεν είναι;» λέει ο Ε.Σ. «Αυτές ήταν εποχές. Πανηγύρι κανονικό. Όπου μιλούσε ο Αντρέας κι εμείς από πίσω. Με πούλμαν, με τρένα, με αυτοκίνητο, δε χάναμε ομιλία.»
«Με το αζημίωτο, βέβαια», του λέει το πνεύμα.
«Ε, τι; Τζάμπα; Τότε διορίστηκα στο υπουργείο.»
«Ενώ δεν είχες τελειώσει καν το εξατάξιο.»
«Κλητήρας... Μετά ανέβηκα σιγά-σιγά.»
«Και παράτησες τα κτήματα στο χωριό.»
«Δεν τα παράτησα. Πήρα επιδοτήσεις κι απ’ αυτά.»
«Αλλά δεν καλλιέργησες ποτέ τίποτα. Ο πατέρας σου έλιωσε από το μαράζι του.»
«Τι να κάνω;» λέει ο Ε.Σ. «Δημόσιο ήταν. Μισθός βρέξει-χιονίσει, να τη χάσω την ευκαιρία;»
Το πνεύμα τον παίρνει και εναέρια βρίσκονται σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Τούμπα. Μέσα εκεί η γυναίκα του νανουρίζει τον νεογέννητο γιό τους.
«Η Κατερίνα!» κάνει ο Ε.Σ. έκπληκτος. «Ήταν όμορφη τότε, ε;»
«Αλλά δεν της έδινες και πολύ σημασία», λέει το πνεύμα.
«Και ο Νικολάκης, χα-χα-χα».
«Έπαιξες ποτέ μαζί του;» ρωτάει το πνεύμα.
«Να παίξω; Που να προλάβω;»
«Έλα, πάμε», του λέει το πνεύμα και τον παίρνει μαζί του.
Βρίσκονται σε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα στην Καλαμαριά. Νεόδμητο. Ο Νικολάκης είναι έφηβος, κλεισμένος στο δωμάτιο του και ακούει μουσική. Η μητέρα του τον φωνάζει για τη γαλοπούλα.
Ο Ε.Σ. παρατηρεί τη γυναίκα του.
«Γρήγορα γέρασε η κακομοίρα», λέει και προσπαθεί να χαϊδέψει τα μαλλιά της.
«Ίσως γιατί ποτέ δεν τη χάιδεψες», του λέει το πνεύμα. «Κοίτα τι έκανες και τότε.»
Η νεότερη εκδοχή του Ε.Σ. είναι σκυμμένη πάνω από το γραφείο του και καταχωρεί νούμερα.
Ο Ε.Σ. σκύβει πάνω από τον νεότερο εαυτό του να δει.
«Α!» κάνει μετά. «Είναι όταν άνοιξα το μεσιτικό γραφείο, το 2000.» Μια εφημερίδα πάνω στο τραπέζι έχει το χαμογελαστό πρόσωπο του Σημίτη, με τον Παπαδήμο σε δεύτερο πλάνο ακόμα. «Στο όνομα της Κατερίνας, φυσικά... Καλά λεφτά βγάζαμε, αν το έπαιρνε ο Νικολάκης...»
«Δεν τον ρώτησες αν ήθελε.»
«Τι να τον ρωτήσω; Έτοιμη δουλειά του έδινα κι εκείνος...»
Το πνεύμα τον πηγαίνει στο δωμάτιο του Νίκου. Εκεί ο γιος τσακώνεται με τον πατέρα.
«Αγαπάω τη μουσική», λέει ο Νίκος, έφηβος ακόμα.
«Κι εγώ αγαπάω τη συλλογή γραμματοσήμων, τι πάει να πει αυτό; Θα δώσεις εξετάσεις για λογιστική, χώνεψε ‘το, εγώ χαραμοφάηδες δε θέλω στο σπίτι μου», λέει ο Ε.Σ. και βγαίνει από το δωμάτιο χτυπώντας την πόρτα.
Ο Νίκος ξεκινάει να παίζει ένα κομμάτι του Σοπέν στο πιάνο.
Ο Ε.Σ. και το πνεύμα τον ακούνε να παίζει.
«Ήταν καλός», αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ο Ε.Σ.
«Ήταν», λέει το πνεύμα και παίρνει τον Ε.Σ.
Τον φέρνει πίσω στο δωμάτιο του.
«Χάρη στο μεσιτικό όμως μπόρεσε να σπουδάσει στο εξωτερικό», λέει ο Ε.Σ.
«Οικονομικά», του λέει το πνεύμα και τον σκεπάζει. «Κλείσε τα μάτια, να έρθει ο επόμενος.»
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΤΩΡΙΝΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Ο Ε.Σ καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί και πάει να σηκωθεί.
Ξαφνιάζεται όταν βλέπει μπροστά του, πάνω από το κρεβάτι του, κάποιον που μοιάζει σαν τον Αντώνη Σαμαρά.
«Πνεύμα είσαι;» τον ρωτάει.
«Έλα μαζί μου», του λέει ο Σαμαράς και φεύγουν πετώντας μέσα από το ταβάνι.
Βρίσκονται στο γραφείο του Στουρνάρα. Εκείνος μιλάει στο τηλέφωνο... Ή μάλλον ακούει και λέει μόνο: «Μάλιστα, μάλιστα, μάλιστα.»
Μετά το κλείνει και απευθύνεται στους παρατρεχάμενους: «Ακυρώστε ‘τα όλα. Συντάξεις, εφάπαξ, πληρωμές... Είμαστε εκτός προγράμματος.»
Ο Ε.Σ. εξεγείρεται.
«Τι λες, ρε;» φωνάζει στο Στουρνάρα που δεν τον ακούει. «Έχω βγει στη σύνταξη εδώ και ενάμιση χρόνο και σύνταξη δεν έχω δει ακόμα. Άσε το εφάπαξ, αυτό το έχω ξεχάσει... Έχω δύο στεγαστικά να τρέχουν, θα μου τα πάρουν όλα.»
«Δε σε ακούει», του λέει το πνεύμα.
«Το ξέρω», λέει ο Ε.Σ. «Μα δε με νοιάζει για μένα, για το παιδί μου με νοιάζει που δε θα του αφήσω τίποτα.»
«Για το παιδί σου;» ρωτάει το πνεύμα. «Θυμήθηκες ότι έχεις και παιδί;»
«Γιατί το λες, εγώ έκανα τα πάντα... Το σπούδασα, του έδωσα ό,τι ήθελε...»
«Ό,τι ήθελε ή ό,τι ήθελες; Έλα να δούμε τι κάνει.»
Πηγαίνουν στο δωμάτιο του 35χρονου Νίκου. Εκείνος, ως συνήθως, είναι μπροστά στον υπολογιστή.
«Το ξέρω», λέει ο Ε.Σ. μόλις τον βλέπει. «Τον είχα βάλει με σύμβαση να δουλεύει στο δήμο, αλλά τέλειωσε η σύμβαση και τον έδιωξαν και όλη μέρα κοιτάει γκόμενες στο ίντερνετ.»
«Αυτό νομίζεις ότι κάνει; Για κοίτα λίγο την οθόνη.»
Ο Ε.Σ. πλησιάζει το παιδί του και στέκεται πίσω του για να διαβάσει.
Ο Νίκος έχει κάνει αναζήτηση στο google με τη φράση: «The most easy way to commit suicide», και διαβάζει ένα κείμενο.
«Τι λέει;» ρωτάει ο Ε.Σ. «Δεν ξέρω αγγλικά.»
«Ρώτα τον αδελφό σου», του λέει ο Σαμαράς «ή τη γυναίκα σου.»
Πηγαίνουν στο καθιστικό. Η Κατερίνα βλέπει τηλεόραση -ως συνήθως.
Προτού ο Ε.Σ. προλάβει να πει κάτι, ο Σαμαράς του δείχνει τα μάτια της. Κλαίει.
«Έτσι παθαίνει με τα τούρκικα», λέει ο Ε.Σ., αλλά γυρίζοντας προς την τηλεόραση καταλαβαίνει ότι δείχνει μόνο «χιόνια» και η Κατερίνα κλαίει κοιτώντας το κενό.
«Τι μου τα δείχνεις όλ’ αυτά;» φωνάζει ο Ε.Σ. «Τι φταίω εγώ; Εγώ φταίω;» Ο Σαμαράς δεν απαντάει, προχωράει προς την κρεβατοκάμαρα.
Ο Ε.Σ. απευθύνεται στην Κατερίνα που δεν τον ακούει:
«Εγώ φταίω, Κατερινιώ;»
«Αυτό έπρεπε να το αναρωτηθείς πριν χρόνια», του λέει ο Σαμαράς και φεύγει.
Ο Ε.Σ. πέφτει σε μια πολυθρόνα απέναντι από τη κλαίουσα γυναίκα του.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Όπως κάθεται και μονολογεί βλέπει να μπαίνει στο καθιστικό ένα πνεύμα με μαύρη κουκούλα όπως αυτή που φορούσαν οι δωσίλογοι στην Κατοχή.
Το πνεύμα βγάζει την κουκούλα. Είναι σαν το Μιχαλολιάκο, αλλά έχει το μουστάκι του Αδόλφου.
«Εγέρθητι!» φωνάζει το πνεύμα.
Ο Ε.Σ. πετιέται πάνω.
«Ακολούθα!» τον προστάζει το πνεύμα.
Βρίσκονται μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα. Ο Νίκος, ο γιος του, κάπως γερασμένος, αν και πιο πολύ ταλαιπωρημένος, είναι ανάμεσα σε δύο ασφαλίτες που του ρίχνουν μπάτσες και γελάνε.
«Τι κάνουν στο παιδί μου;» ρωτάει ο Ε.Σ. και προσπαθεί να τους εμποδίσει, αλλά είναι άυλος, σαν φάντασμα κι αυτός.
«Άκου!» τον προστάζει το πνεύμα.
«Ήθελες παρεούλα, ρε πουστάρα;» του λέει ο ένας ασφαλίτης. «Θα σε χώσουμε μέσα και θα σε πηδήξουν όλοι οι Πακιστανοί, πουστρόνι».
Του ρίχνει μια σφαλιάρα. Ο Νίκος δεν αντιδράει.
«Γιατί λένε έτσι στο παιδί μου;» κάνει ο Ε.Σ. «Το παιδί μου δεν είναι...»
«Βούλωστο!» του λέει το πνεύμα.
Τον παίρνει και τον πηγαίνει σε ένα δρόμο.
«Τι με έφερες εδώ; Πήγαινε με πίσω στο παιδί μου», λέει ο Ε.Σ.
«Σκασμός!» του λέει το πνεύμα και του δείχνει κάτι.
Η Κατερίνα, με ένα καροτσάκι του σούπερ μάρκετ γεμάτο άχρηστα πράγματα, ψάχνει σε έναν κάδο για φαΐ. Βρίσκει ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς και αρχίζει να το τρώει.
«Τι κάνεις, ρε Κατερινιώ», λέει ο Ε.Σ. κλαίγοντας, «όχι κι έτσι, ρε Κατερινιώ, όχι κι έτσι.»
Η άστεγη δεν τον ακούει.
«Τι να κάνω;» ρωτάει ο Ε.Σ. το πνεύμα, «τι να κάνω, κατάλαβα.»
«Κοιμήσου!» του λέει ο Μιχαλολιάκος.
ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ
Ο Ε.Σ. ξυπνάει στο κρεβάτι του από το τηλέφωνο. Είναι ανήμερα Χριστούγεννα.
«Ποιος είναι;» ρωτάει στο τηλέφωνο έχοντας ακόμα στο μυαλό του τα πνεύματα.
«Εγώ, ρε Λεφτέρη, ο Γιώργος».
Ο Ε.Σ. προσπαθεί να καταλάβει ποιος Γιώργος είναι.
«Από το υπουργείο... Τα έμαθες;» του λέει η φωνή.
Ο Ε.Σ. δεν μπορεί να μιλήσει.
«Είπε ο Σαμαράς ότι θα μας δώσει τη μισή μας σύνταξη μέχρι να μπορέσει να μας δώσει και την υπόλοιπη, τα έμαθες;»
«Τη μισή;» κάνει ο Ε.Σ.
«Κάλλιο πέντε και στο χέρι», απαντάει ο Γιώργος.
Ένα μικρό κενό και μετά ο Ε.Σ. λέει:
«Που είναι το παιδί μου; Θέλω να το ακούσω να μου παίζει λίγο πιάνο. Και το Κατερινιώ; Που είναι το Κατερινιώ; Θέλω να την αγκαλιάσω...»
«Καλά είσαι;» τον ρωτάει ο Γιώργος.
«Τώρα ναι, Γιώργο, τώρα ναι. Προλαβαίνω ακόμα, προλαβαίνω.»
Κλείνει το τηλέφωνο και βγαίνει από το δωμάτιο αλαλάζοντας: «Νικολάκη! Κατερινιώ! Χριστούγεννα είναι, ξυπνήστε!»
ΠΗΓΗ