Και ξύπνησε, λέει, κατευθείαν στο 2035. Φρέσκος φρέσκος από τον ύπνο. Φράπα. Είχε εφαρμοστεί πάνω του η τεχνολογία της κρυογενετικής. Παγωμένος για χρόνια, και απόψυξη μετά. Στο μέλλον. Όλα ήταν ήρεμα. Δεν υπήρχαν εφημερίδες. Υπήρχαν μόνο στο διαδίκτυο. Και στα i-pad μας. Όλοι είχαν από ένα. Ο κόσμος ήταν πιο ήρεμος. Δεν ήταν ότι δεν είχε έγνοιες στο μυαλό και όλες τα σαράκια που μας τρώνε καθημερινά. Όμως, ήταν κάπως πιο απελευθερωμένος. Δεν είχε αυτή τη μουντάδα καρφωμένη στο βλέμμα. Σκάγανε, βέβαια, και περισσότερα χαμόγελα, κάποτε. Ειδικά εκεί κατά το 1995…Αρχές 2000. Ευρώ. Euro 2004…Ολυμπιακοί… Αλλά ποιος θυμόταν αυτά τα χρόνια σε σχέση με αυτό που αντίκριζε μπροστά του;
Η κίνηση στους δρόμους είχε μειωθεί, πλέον, αισθητά. Κι αυτή που υπήρχε γινόταν εντελώς πολιτισμένα. Δεν υπήρχαν κόρνες. Είχαν απαγορευτεί με προεδρικό διάταγμα, και είχαν αφαιρεθεί εντελώς από τα αυτοκίνητα. Για φαντάσου. Τα φανάρια; Τα φανάρια εντάξει. Υπήρχαν κανονικά. Μόνο που όποιος τα παραβίαζε, τον ανάγκαζαν -πάλι με νόμο του κράτους- για μία εβδομάδα να ξεσκονίζει τη θάλασσα του Κορινθιακού από την άμμο που είχε πιάσει. Το αυτοκίνητο έτρωγε σίγουρα κατάσχεση. Δεν το συζητάμε αυτό. Αλλά αν ο οδηγός έδειχνε καλή διαγωγή, τον άφηναν να γυρίσει στην πόλη, και του έδιναν δώρο ένα αστραφτερό ποδήλατο. Χωρίς σέλα. Αναγκαστικά.
Παρελθόν ήταν και οι μεγάλοι σωροί από σκουπίδια. Δεν υπήρχαν πουθενά. Όπου κι αν έψαχνες. Με κάποιο τρόπο μαγικό είχαν εξαφανιστεί. Η ιστορία έγραψε πως οι κάτοικοι της Κερατέας πείσμωσαν τόσο πολύ με το περιστατικό του 2010 με τα σκουπίδια, που εφηύραν μια μηχανή που εκτόξευε σκουπιδοσακούλες τόνων στα ακριβά σαλόνια των ιθυνόντων και των κρατούντων. “Bag-launcher 2010”, νομίζω την έλεγαν.
Οι δε υπηρεσίες του κράτους ήταν για φίλημα. Τί είχε απογίνει τόση γραφειοκρατία; Με ένα «κλικ» στο ίντερνετ έπαιρνες επίσημο χαρτί που άλλοτε, στον υποπολιτισμό του 2010, θα’ παιρνες χάνοντας ένα πρωινό τουλάχιστον σε ουρές και τσακωμούς. Η εφορία, μάλιστα, ήταν τόσο ευγενική με τους πολίτες της που φώναζε κόσμο για να χαρίσει χρέη. Προτεραιότητα είχαν οι συνταξιούχοι και οι αποδεδειγμένα άποροι. Το ίδιο και με τα ταμεία συντάξεων, τους μισθούς, την ασφάλιση, κ.ο.κ.
Και, φυσικά, ούτε λόγος για χρέος, ε; Είχε κι αυτό κάνει φτερά. Το παρέσυρε η ανάπτυξη των ελληνικών μικροεπιχειρήσεων, που σε μεγάλο ποσοστό είχαν τόσο εντυπωσιακά προϊόντα, που οι εξαγωγές τους ήταν ασύλληπτες. Δεν υπήρχε πια Ευρωπαϊκή Ένωση, βέβαια. Ήταν κάθε κράτος για τον εαυτό του.
Και, φυσικά, δεν υπήρχε ανάγκη άμυνας. Κανείς δεν είχε όρεξη για πόλεμο. Ο στρατός ήταν προαιρετικός. Μια εβδομάδα στα 20, μια στα 30. Έτσι, για βόλτα, με προβολές power-point για το πώς γίνεται η μάχη. Και τα λεφτά για εξοπλισμούς; Ποιους εξοπλισμούς; Τέρμα τα ξεχαρβαλωμένα υποβρύχια που ούτε για ψάρεμα δεν έκαναν…
Τώρα θα μου πείτε, τί γινόταν με το τσιγάρο… Τί να γίνει; Υπήρχαν μαγαζιά καπνιζόντων, και μαγαζιά μη καπνιζόντων. Μετά τα πρώτα ποτά, οι μεν μπλέκονταν με τους δε, και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.
Λέξεις όπως φοροδιαφυγή, βανδαλισμοί, διαφθορά, αγένεια, ήταν μακρινό παρελθόν. Φανταστείτε πως οι πορείες στο κέντρο γίνονταν Σάββατα, και οι “γνωστοί άγνωστοι” ήταν κάτι σαν τους κροκόδειλους των υπονόμων της Νέας Υόρκης. Αστικός μύθος.
Κάπου εκεί, κοίταξε το έδαφος, άφησε μια παγωμένη, ελαφρώς ξεψυχισμένη αναπνοή. Είναι κρίμα που για μερικές χώρες το 2035 είναι παρόν, σκέφτηκε, ενώ για μας το ρολόι γυρίζει μόνο προς τα πίσω, με αρχηγό τον ωροδείκτη να τραβά βασανιστικά από το χέρι τον λεπτοδείκτη. Σε ένα ρολόι τσαλακωμένο και ασυντόνιστο σαν εκείνους τους πίνακες του Νταλί. Γύρισε πλευρό, έκλεισε την κρυογενετική του κάσκα, και ξανάπεσε σε παγωμένο λήθαργο, περιμένοντας στο επόμενο “ξύπνημα” να συναντούσε το μέλλον, στο παρόν.
Η Aixmi σου
ΠΗΓΗ