Σε πλείστες έρευνες καταγράφεται η τάση των πολιτών και ειδικά των νέων να αποδίδουν τα αίτια της οικονομικής και αξιακής χρεοκοπίας στη διαφθορά των πολιτικών, στην αλόγιστη καταναλωτική μανία, στην ολιγωρία των δημόσιων λειτουργών και στην απαξίωση των νόμων και των θεσμών.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά ερμηνευτικά μοντέλα, που επιχειρούν να διελευκάνουν την κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνικής μεταβολής επί τα χείρω. Λίγα όμως από αυτά λαμβάνουν υπόψη τους ψυχολογικούς παράγοντες, που καθορίζουν και διαμορφώνουν το ηθικό απόθεμα των πολιτών και πολιτικών και ακόμα λιγότερα αναφέρονται στο φιλοσοφικό σχετικισμό της ηθικής, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό παρείχε το θεωρητικό οπλοστάσιο για την αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής και την εξάλειψη της αλληλεγγύης.
Οι περισσότεροι άνθρωποι, βασιζόμενοι στη γνωστική διαδικασία της κατηγοριοποίησης έχουν την τάση να εντάσσουν ομοειδείς, παρεμφερείς ή φαινομενικά ομοιάζουσες καταστάσεις στο ίδιο νοητικό σχήμα, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε αυθαίρετες και εμπειρικά αδικαιολόγητες γενικεύσεις: «Όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι», «Ο ατομισμός λυμαίνεται το δημόσιο βίο», «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι αφερέγγυοι και φυγόπονοι». Η κατηγοριοποίηση βοηθά τον απλό νου να ερμηνεύσει την πληθώρα των ερεθισμάτων, από τα οποία καθημερινά βομβαρδίζεται, να ταξινομεί τα δεδομένα, να συγκρίνει και να αιτιολογεί την ατομική συμπεριφορά και να πλάθει φιλοσοφίες και ιστορίες ζωής, βάσει των οποίων πορεύεται. Όσο πιο άπειρη είναι η σκέψη, όσο πιο ανέτοιμη κι απροετοίμαστη η λογική, όσο το μυαλό εκτίθεται κυρίως σε επαναλαμβανόμενες καθημερινές ρουτίνες και το πρωτόγνωρο, το αδοκίμαστο, το καινοφανές και το καινοτόμο φαντάζουν περισσότερο ως απειλή, παρά ως πρόκληση, τόσο πιο επιρρεπείς γίνονται σε λανθασμένες ή υπεραπλουστευτικές αιτιακές αποδόσεις και ολιστικά αξιωματικά αποφθέγματα.
Υπάρχουν λίγες μόνο ατραποί διαφυγής από το τελματώδες αυτό αδιέξοδο: η έκθεση σε ποικίλες εμπειρίες, η φαντασία, η μη συμβατική παιδεία και η ασυμβίβαστη, -σχεδόν σε επίπεδα εμμονής- καλλιέργεια της προσωπικότητας. Όχι όμως χωρίς επώδυνο τίμημα – τη διακύβευση της ευτυχίας, τη διατάραξη της ισορροπίας, τη σύγκρουση και την ανατροπή κάθε εφησυχασμού. Η άγνοια θεμελιώνει μια επίφαση ευδαιμονίας, αγκιστρώνεται από δίπολα του τύπου «όλα είναι άσπρα ή μαύρα», αντιστρατεύεται την παράτολμη ηθική, αγνοεί τις αποχρώσεις των φαινομένων και δεν ανέχεται τις εναλλακτικές. Ο μέτρια πληροφορημένος ή ο παραπληροφορημένος είναι ο πιο επικίνδυνος πολίτης. Ο μη εξονυχιστικός αναζητητής, φορέας αντινομιών. Και ο παραδομένος στην τυραννία της αδιαφορίας, ο μελλοντικός αμφισβητίας και παραχαράκτης των δημοκρατικών αξιών.
Η οκνηρία του νου, κυρίαρχη επιδίωξη όλων των κατασκευαστών εκπαιδευτικών συστημάτων και το όνειρο κάθε κράτους ή ιδεολογίας, που επιζητεί τη μακροημέρευσή της, η αποσιώπηση συμβάντων, προτεραιοτήτων και δεδομένων, ο προσεταιρισμός του νεοπλουτισμού, που εισήλασε βρυχώμενος σε κάθε πτυχή του βίου, ουσιαστικά ακινητοποίησαν τα αντανακλαστικά των πολιτών και διακόρευσαν τα οράματά του, ανταλλάσσοντας τα με τη χλιδή του εφήμερου και του παροδικού.
Πώς όλα αυτά σχετίζονται με την εσωτερίκευση της κρίσης από τους πολίτες; Πώς η πνευματική άπνοια και ο ηθικός μαρασμός στρατολόγησαν τόσους ανενδοίαστους θιασώτες της παρακμής, που μηρυκάζουν άκριτα αναμασημένες τροφές; Γιατί η υποτιθέμενη πνευματική ηγεσία υπνώττει τον ανεξέγερτο ύπνο της εσωστρέφειας;
Χρόνια τώρα οι κοινωνικές επιστήμες στη χώρα μας έχουν ατροφήσει, επειδή δεν τόλμησαν να αντιτείνουν μια ρεαλιστική και κυρίως ανθρώπινη θεωρία για την κοινωνική μεταβολή. Μερικές από αυτές, αποξενωμένες μεταξύ τους, ανίδεες για τα κελεύσματα της διεπιστημονικότητας, παραδόθηκαν σε έναν άχρωμο, ουδέτερο και απαθή περιγραφικό σχετικισμό, επαναλαμβάνοντας με αυτιστικό καταναγκασμό έρευνες, που απλά απεικόνιζαν στιγμιότυπα της πραγματικότητας, χωρίς την αναγκαία ανασύνθεση των ευρημάτων και την αναγωγή σε προτρεπτικό, διαλεκτικό λόγο.
Δεκαετίες τα αποτελέσματα παρείχαν ενδείξεις για το τι συμβαίνει, αλλά ελλείψει αδιάσειστων αποδείξεων, κανείς δεν τόλμησε να ψελλίσει το τι μέλει γενέσθαι. Καθηλωμένες σε στερεότυπα του παρελθόντος και πρακτικές απαρχαιωμένες δεν κατάφεραν να ακολουθήσουν την εξέλιξη, αλλά συνέχισαν να εγείρουν οντολογικά ερωτήματα, για τα οποία δεν ήταν υπεύθυνες. Άλλες πάλι στρατευμένες σε ιδεολογίες από καιρό πεθαμένες, αναμένουν τη νεκρανάσταση της αλήθειας τους, αγνοώντας τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου. Κι ενώ ευαγγελίζονται λύσεις καθολικές και ρηξικέλευθες, συνεχίζουν να ζουν μέσα στην αποφορά της ανικανότητας τους, καταντώντας επιστήμη έξω από την κοινωνία και μονήρεις όγκοι μιας κοινωνικής καρκινογένεσης και ανατροφοδοτούμενης παθογένειας. Η επιστήμη διαχωρίστηκε από την αρετή και, σύμφωνα προς τον Πλατωνικό ορισμό, ταυτίστηκε με την ιδιοτέλεια και την πανουργία.
Το παράδειγμα των επιστημόνων ακολούθησαν πρόθυμα οι παραγωγοί και οι διακομιστές των πληροφοριών, αλλά κυρίως η εκπαίδευση, το κράτος και οι πολίτες. Η ηθική ελευθεριότητα, που εκφράζεται από το μετα-ηθικό σχετικισμό, πρεσβεύει την ανυπαρξία γενικών ηθικών κωδίκων, αμφισβητεί την οικουμενικότητα των αξιών και προτάσσει το “προοδευτικό” δικαίωμα του ατόμου, αλλά και ολόκληρων κοινωνιών να διαμορφώνουν τη δική τους δεοντολογία. Η αλήθεια είναι διαφορετική, ανάλογα με την προοπτική, υπό την οποία θεωρείται. Οι έννοιες σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, ελευθερία, δημοκρατία δεν είναι αναγκαστικά καλές ή κακές, αλλά καθαγιάζονται ως τέτοιες, εάν εξυπηρετούν τις ανάγκες, όσων τις διατυπώνουν κάθε φορά. Το χειρότερο είναι πως η ηθική πλέον είναι παραμετροποιήσιμη. Το άτομο είναι θεμιτό να κρατήσει από τους κανόνες τα στοιχεία εκείνα που το εξυπηρετούν, να ενστερνιστεί προκατασκευασμένες κοσμοθεωρίες για μικρό διάστημα, να τις επαναδιατυπώσει ανάλογα με τις συνθήκες και τους στόχους του, να καταστεί πρόσκαιρος κοινωνός θεωριών, που απλά δικαιολογούν τις πράξεις του. Ουσιαστικά τόσο οι κοινωνίες, όσο και τα άτομα ιεραρχούν τις ανάγκες τους και, επιδιώκοντας την άμεση ικανοποίησή τους, χωρίς να υποπίπτουν σε γνωστικές ασυμφωνίες, τις επικαλύπτουν με ηθικούς μανδύες, που αλλάζουν συχνότερα και από τις επιταγές της εκάστοτε μόδας.
Οι θεσμοί στη χώρα μας καχύποπτοι, διστακτικοί, άκαμπτοι διαποτίζονται και οι ίδιοι από αυτή τη λογική. Προκύπτουν ως εξαμβλωματικές αντιγραφές ξένων προτύπων και είτε αναφύονται αδέσποτοι, απομακρυσμένοι από τις ιδιαιτερότητες των Ελλήνων είτε ασπάζονται το νεωτεριστικό, χωρίς να στηρίζονται σε μια κεντρική ανθρωπιστική ιδέα. Παγιδεύουν την ελεύθερη σκέψη σε διαδικασίες, περιορισμούς, μαιάνδρους παραλλαγών και επικαλυπτόμενων ευθυνών και, ενώ σφραγίζουν με επιμέλεια τις κερκόπορτες, αφήνουν προκλητικά ανοιχτή την κεντρική πύλη των τειχών βορρά στον εσωτερικό εχθρό, στον κατακτητή και στους παραχαράκτες της αξιοπρέπειας του λαού μας. Δεν είναι τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν τις τύχες του τόπου διεφθαρμένα, ούτε ανόητα, ούτε χωρίς επίγνωση των ευθυνών τους. Είναι η περιρρέουσα ρευστή κουλτούρα, ο σχετικισμός της ηθικής, η φιλοσοφία του αθεμελίωτου και του τυχάρπαστου, που προκαλούν την ηθική αφαίμαξη και ομογενοποίηση, όσων εμπλέκονται με τα κοινά.
Η νέα γενιά είναι η μοναδική ελπίδα για αλλαγή.
Διαποτισμένη από τις απαξίες μας και πειραματόζωο στα εκπαιδευτικά δρώμενα έχει ένα χαρακτηριστικό, που την διακρίνει από τις προηγούμενες: δεν ανέχεται την υποκρισία, έχει κορεστεί από τα υλιστικά πρότυπα των γονιών και επιζητεί το αυτονόητο-την εδραίωση μιας κοσμοθεωρίας, που δεν εγκλωβίζει, αλλά φέρει τον οικουμενισμό, τη διαχρονικότητα και το κύρος του ανθρωπισμού.
Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου
πηγη