Πριν λίγες μέρες χρειάστηκε να κάνω κάποιες επισκέψεις αρκετά χιλιόμετρα έξω από την Καμπάλα, σε κάποιες κλινικές και σχολεία. Η κίνηση όπως πάντα χαοτική, οι καταρρακτώδεις βροχές των τελευταίων ημερών είχαν καταστρέψει τον δρόμο σε αρκετά σημεία και είχαν δημιουργήσει τεράστια χαντάκια λάσπης. Αναγκαστήκαμε να κόψουμε δρόμο μέσα από τις πιο άθλιες παραγκουπόλεις της πρωτεύουσας και το αυτοκίνητο μετά βίας ξεκολλούσε από τα λύματα των αποχετεύσεων που δημιουργούσαν θολά ρυάκια στη μέση του δρόμου.
Ο οδηγός ακροβατούσε ανάμεσα σε παιδιά και λιμνούλες λάσπης και οι υπόλοιποι επιβάτες ιδρώναμε από τη ζέστη με κλειστά παράθυρα για να αποφύγουμε τα βρώμικα νερά και τις μυρωδιές που τα συνόδευαν. Ήμασταν ένα ευχάριστο θέαμα για τον κόσμο που μας κοιτούσε περίεργα και περίμενε να δει αν το αυτοκίνητο των muzungu θα κολλήσει τελικά στη βρωμερή λάσπη ή θα καταφέρει να προχωρήσει.
Τελικά ξεκολήσαμε και βγήκαμε στον επαρχιακό δρόμο με κατεύθυνση τις κεντρικές επαρχίες. Διασχίσαμε τεράστιες πράσινες εκτάσεις από μπανανιές με πυκνά φύλλα ανάμεσα στα οποία κρύβονταν ταπεινές χωμάτινες καλύβες με ψάθινες στέγες. Περάσαμε μικρές αγορές όπου γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους πουλούσαν περίεργα jackfruits, κατακίτρινα μάνγκο, τεράστια σκούρα αβοκάντο ή έψηναν καλαμπόκια περιμένοντας τους υποψήφιους αγοραστές.
Είδαμε αρκετές τέτοιες αγορές ώσπου να φτάσουμε σε μια πόλη. Σταματήσαμε θέλοντας να αγοράσουμε νερά και κάποια τρόφιμα και μπισκότα για τα περίπου 250 παιδιά του πρώτου σχολείου.
Ως η μοναδική λευκή σε αυτήν την πόλη στη μέση του πουθενά, ήμουν σίγουρα ένα αξιοπερίεργο θέαμα, κυρίως για τα παιδιά που με χαιρετούσαν και έτρεχαν να κρυφτούν με δυνατά γέλια. Θα ήταν ίσως μια ενδιαφέρουσα "εξωτική" εμπειρία όλο αυτό, όμως η απόλυτη φτώχεια της πόλης δεν αφήνει περιθώρια για "ρομαντισμούς".
Ο δρόμος ήταν απλά μια μάζα λάσπης πάνω στην οποία μικρά παιδιά ξυπόλυτα και με σκισμένα ρούχα κάθονταν ή κυνηγούσαν το ένα το άλλο, μότο ταξί κινούνταν με κίνδυνο να βρεθούν σε κάποιο από τα χαντάκια και τα αυτοκίνητα προσπαθούσαν να διασχίσουν τη λάσπη.
Από κάποια τσίγκινα παραπήγματα μια γυναίκα με εμφανή διανοητική καθυστέρηση βγήκε σέρνοντας το ένα της πόδι στην λάσπη. Πίσω της ένα στρουμπουλό μωρό, όχι πάνω από 2 χρονών, την τραβούσε από το φουστάνι κλαίγοντας. Το μωρό έκλαιγε και ζητούσε κάτι επίμονα και μόνο όταν η γυναίκα έκατσε σε μια πέτρα και το θήλασε, ηρέμησε και κούρνιασε ευτυχισμένο στην αγκαλιά της.
Παραδίπλα γυναίκες μετέφεραν νερό σε βρώμικες πλαστικές κανίστρες, παιδιά έτρεχαν στις λάσπες, άντρες κάθονταν άπραγοι μπροστά απο σωρούς με λαμαρίνες. Αγοράσαμε τα τρόφιμα και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.
Καθώς απομακρυνόμαστε η πόλη έμοιαζε να χάνεται στην λάσπη και οι πράσινες μπανανιές αντικαθιστούσαν τις τσίγκινες καλύβες. Βγήκαμε από τον επαρχιακό δρόμο και μπήκαμε στις τοπικές οδούς. Η έννοια της λέξης "δρόμος" αποκτούσε πλέον άλλη σημασία. Ήταν απλά ένα τεράστιο χαντάκι απο πέτρες λασπόνερα και υπολείμματα βλάστησης που διέκοπτε το τοπίο με τις μπανανιές, τις μικρές βρόχινες λιμνούλες, τα κοπάδια με τις αγελάδες και τις πλίθινες καλύβες. Ενίοτε παιδιά σε χαιρετούσαν και άντρες με αξίνες σε κοιτούσαν με περιέργεια καθώς έσκαβαν τα χωράφια τους.
Η Αφρική λοιπόν με όλα της τα πρόσωπα...Με τις μεγάλες πόλεις όπου η απόλυτη φτώχεια συνυπάρχει με την υπέρτατη χλιδή, όπου πίσω απο τα τεράστια σπίτια με τα συρματοπλέγματα παραμονεύει το σκοτεινό πρόσωπο των παραγκουπόλεων, όπου οι άνθρωποι πεθαίνουν στη σιωπή και η ζωή τους δεν αξίζει παραπάνω απο 5 ευρώ...Με τα μικρά χωριά και τις ατέλειωτες μπανανιές και τον κόκκινο ήλιο που σε κάνει να σκέφτεσαι πως τελικά η ζωή δεν είναι τόσο άσχημη...
Κοιτώντας το απέραντο πράσινο, τις ψάθινες καλύβες και τα στρουμπουλά μωρά, και με το ραδιόφωνο να παίζει αφρικάνικα τραγούδια σκέφτομαι πως ναι μου αρέσει η Αφρική....Και αμέσως μετά σκέφτομαι πόσο αλαζονικό είναι αυτό. Εγώ μια λευκή δυτική γυναίκα με ακριβές σπουδές και ιατρική ασφάλιση, τι μπορώ άραγε να καταλάβω απο αυτόν τον τόπο; Ακόμα και αν υποτίθεται πως είμαι εδώ για να εργαστώ για το "κοινό καλό" αλλάζει αυτό κάτι; Ναι μου αρέσει η Αφρική γιατί εγώ μπορώ να φύγω.
Γιατί εγώ έχω το προνόμιο να κοιτάζω τους άλλους πίσω απο το τζάμι της land cruiser και πίσω απο τον ψηλό φράχτη του σπιτιού μου. Εγώ μπορώ να φύγω, μπορώ να κλείσω τα μάτια μου και η εικόνα της ζωής μου να αλλάξει...Όμως η ζωή θα συνεχίζεται σε αυτή την σκονισμένη χώρα της Ανατολικής Αφρικής.
Μόλις χθες δύο γυναίκες αιμορραγούσαν επί 10 ώρες στην μαιευτική κλινική του κεντρικού νοσοκομείου της Καμπάλα και πέθαναν μαζί με τα παιδιά τους επειδή δεν είχαν να πληρώσουν 60 ευρώ...Τα περισσότερα παιδιά τρώνε μόνο ένα γεύμα την ημέρα και είναι και από τα τυχερά...πολλά θα πεθάνουν πριν κλείσουν τα 5 τους χρόνια από τις πιο απλές παιδικές ασθένειες...Το 80% των κοριτσιών στην επαρχία πέφτει θύμα βιασμού πριν γίνει 10 ετών και το 60% των κατοίκων στις πόλεις ζει χωρίς καθαρό νερό, χωρίς ηλεκτρικό και χωρίς καμία ιατρική περίθαλψη...
Στην Ουγκάντα υπάρχουν σήμερα 3 εκατομμύρια ορφανά παιδιά. Τα περισσότερα στοιβάζονται σε άθλια ορφανοτροφεία 700 και 1000 παιδιών και συχνά χάνονται χωρίς κανένα ίχνος, στις αγορές των πλούσιων αραβικών χωρών. Το 82% των κοριτσιών δεν πηγαίνει ποτέ γυμνάσιο είτε επειδή τα κορίτσια υποχρεώνονται να παντρευτούν, είτε επειδή δεν έχουν χρήματα όχι μόνο για δίδακτρα αλλά για απλές "πολυτέλειες", όπως οι σερβιέτες υγιεινής.
Αυτή η απόλυτη εξαθλίωση, η ανισότητα σε βαθμό που ξεπερνάει κάθε φαντασία δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας (η οποία σήμερα παίρνει συχνά τη μορφή της ανθρωπιστική βοήθειας) αλλά κυρίως της παγκοσμιοποίησης και του φονταμενταλισμού της ελεύθερης αγοράς που χωρίζει τον κόσμο σε νικητές και χαμένους. Εγώ για την ώρα είμαι στην πλευρά των νικητών. Για πόσο ακόμα άραγε;
Φραγκίσκα Μεγαλούδη
ΠΗΓΗ Ταξιδεύοντας
Το είδαμε ΕΔΩ