Κάποια πράγματα στη ζωή είναι σταθερές. Πέρα από φυσικές σταθερές στις οποίες ο άνθρωπος δεν μπορεί να επέμβει υπάρχουν και κάποιες σταθερές με τις οποίες μαθαίνουμε να ζούμε. Μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή σας χωρίς την ύπαρξη του χρήματος; Αν το σκεφτεί κανείς όμως, το χρήμα δεν είναι παρά ένα εφεύρημα των ανθρώπων με αρχικό σκοπό να διευκολύνει τις συναλλαγές. Έστω, λοιπόν, ότι έτσι είναι. Υπάρχει όμως και άλλη μία σταθερά η οποία δεν αμφισβητείται στις μέρες μας. Αναφέρομαι στον τόκο που παράγει ένα επιτόκιο. Η αντίληψη που έχουμε για αυτό είναι επίσης σταθερή. Ο τόκος υπάρχει όπως υπάρχει και το χρήμα, πάνε μαζί. Το ξέρουμε, το μαθαίνουμε, μεγαλώνουμε με αυτό, το αποδεχόμαστε (όπως αποδεχόμαστε τον φόρο) και καταλήγει να είναι μια σταθερά της οικονομικής ζωής. Κι όμως, δεν ήταν πάντα έτσι. Ή μάλλον δεν ήταν πάντα τόσο νόμιμος και αποδεκτός όπως σήμερα.
Τα βιβλικά χρόνια, στο Ισραήλ, ήταν ενάντια στον Μωσαϊκό Νόμο να χρεώνονται επιτόκια σε ιδιωτικά δάνεια. Κατά την εποχή του Μεσαίωνα η θεώρηση του χρόνου ερχόταν σε πλήρη εξάρτηση με τα θεία αφού ως ιδιοκτήτης του χρόνου λογιζόταν ο Θεός. Ο Θωμάς Ακινάτης υποστήριζε πως η χρήση επιτοκίου ήταν λάθος δεδομένου ότι οδηγούσε σε διπλή χρέωση αναφορικά και με το είδος δανεισμού αλλά και με τη χρήση του κάτι που η εκκλησία θεωρούσε ως αμάρτημα - το αμάρτημα της τοκογλυφίας. Αυτή η αντίληψη εγκαταλείφθηκε σταδιακά καθώς η Ευρώπη εισερχόταν στην Βιομηχανική Επανάσταση.
Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία ήδη από το 1139 με απόφαση του Πάπα Ιννοκέντιου του δεύτερου, καταδίκαζε την αποπληρωμή δανείου με περισσότερα λεφτά από αυτά που είχαν αρχικά δανειστεί. Η οποιαδήποτε πράξη σχετική με τοκογλυφία ήταν άμεσα καταδικαστέα - ήταν αιρετική για να μιλάμε και με όρους της εποχής εκείνης. Στα μεσαιωνικά χρόνια η έννοια της χορήγησης δανείου ήταν εντελώς διαφορετική. Γινόταν αποδεκτό μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες όπως μία κακή σοδειά ή μια καταστροφή από φωτιά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν ηθικά δυσμενές το να χρεωθεί τόκος. Επίσης, έφερνε ηθικές αναστολές με δεδομένο ότι δεν υπήρχε η παραγωγή φυσικών αγαθών στη μέση. Ο δανεισμός γινόταν ώστε να διορθωθεί μια κακοτυχία και όχι ώστε να προκύψουν αγαθά ως πληρωμή. Η πράξη του δανεισμού δηλαδή δεν ήταν παραγωγική αλλά θέμα επιβίωσης (αυτό θυμίζει λίγο σύγχρονη Ελλάδα...). Ανάλογη στάση απέναντι στον τόκο διατηρούσε και ο Ισλαμισμός. Υποστηριζόταν μάλιστα ότι το Κοράνι ξεκάθαρα απέρριπτε τη χρήση επιτοκίων (το ποια σούρα μπορεί να το έγραφαν αυτό δεν ξέρω - άλλωστε όπως όλα τα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου επιδέχονται διάφορες ερμηνείες).
Στα χρόνια της Αναγέννησης, η αύξηση της κινητικότητας του πληθυσμού και η ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησε σε μια άνθιση των δουλειών. Οι συναλλακτικές σχέσεις και η επακόλουθη έκρηξη στις πράξεις χρηματοοικονομικού περιεχομένου έφερε το επιτόκιο σε πρώτο πλάνο. Οι Ισπανοί που έκοβαν και έραβαν τότε άρχισαν να αποδέχονται υπό συνθήκες τον τόκο:
Αν ο δανειζόμενος έβγαινε ωφελημένος από τον δανεισμό οπότε ήταν λογικό να πληρώσει ένα αντίτιμο έναντι του ρίσκου που ανέλαβε ο δανειστής.
Επίσης, άρχισαν τότε οι οικονομολόγοι της εποχής να αναλογίζονται το κόστος ευκαιρίας. Ότι δηλαδή η χορήγηση ενός δανείου στερούσε από τον δανειστή τη δυνατότητα να κάνει διαφορετική χρήση των κεφαλαίων του επενδυτικά. Οπότε θα έπρεπε να "αποζημιωθεί" κατά μία έννοια από τον δανειζόμενο για διαφυγόντα κέρδη μιας και το κεφάλαιο δανείστηκε σε εκείνον. Ο τόκος ήταν αυτή η αποζημίωση.
Το χρήμα το ίδιο άρχισε να θεωρείται ένα εμπορευματικό είδος. Με αυτή την έννοια η χρήση των χρημάτων του δανειστή από τον δανειζόμενο προς όφελός του θα έπρεπε να γίνει με ένα "ενοίκιο". Σα να σου δανείζω τα εργαλεία μου επί πληρωμή για να επισκευάσεις το αυτοκίνητό σου, ας πούμε. Η πληρωμή μου όταν τα εργαλεία είναι το ίδιο το χρήμα είναι ο τόκος.
Τέλος, άρχισε η εισαγωγή της έννοιας του χρόνου στο δάνειο. Από δύο πράγματα ίσης αξίας ο καθένας θα προτιμούσε αυτό που μπορεί να έχει γρηγορότερα. Δανείζοντας τα χρήματα του στερείται την άμεση απόκτηση αυτού του πράγματος. Ο τόκος είναι το αντάλλαγμα για την καθυστερημένη απόκτηση του χρονικά αφού στο διάστημα του δανεισμού, ο δανειστής δεν μπορεί να αποκτήσει το αγαθό που θα προτιμούσε να αποκτήσει νωρίτερα.
Από οικονομικής άποψης το επιτόκιο αντιπροσωπεύει το κόστος κεφαλαίου και υπάγεται στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης καθώς και στη διάθεση ρευστότητας. Η πρώτη απόπειρα από κεντρική τράπεζα να ελέγξει τα επιτόκια μέσω της προσφοράς χρήματος και ρευστότητας έγινε μόλις το 1847 από την Γαλλική Κεντρική Τράπεζα. Σταδιακά το ενδιαφέρον για το επιτόκιο και τις κοινωνικές του επιπτώσεις έγινε αντικείμενο μελέτης και οικονομολόγοι ξεκίνησαν να ασχολούνται με αυτό το θέμα επισταμένως. Πρωτοπόροι θεωρούνται οι Adam Smith, Jeremy Bentham και ο Victor de Riqueti, ο Μαρκήσιος του Mirabeau. Ταυτόχρονα δηλαδή με τη γέννηση της κλασικής σχολής της οικονομικής σκέψης. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Irving Fisher διαχώρισε τις έννοιες του ονομαστικού επιτοκίου και του πραγματικού επιτοκίου. Από τότε υπάρχουν πολλές διαφορετικές εκτιμήσεις και θεωρήσεις περί του επιτοκίου.
Δεδομένο είναι ότι όσο προχωρά η οικονομική σκέψη κάποια πράγματα παγιώνονται. Αυτά δεν προκύπτουν από μόνα τους. Η οικονομική θεωρία σχετίζεται με τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση. Θα ήταν αδύνατο ο Keynes να είχε την ίδια οικονομική θεώρηση αν είχε γεννηθεί στον Μεσαίωνα - σε μια εποχή άκρατης θεοκρατίας η οποία άφηνε το στίγμα της και στην οικονομική σκέψη. Και γυρνώντας στα αρχικά λεγόμενα του παρόντος γίνεται απολύτως κατανοητό πως σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία με αναπτυγμένη εμπορική δραστηριότητα και σε ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει τον πλουτισμό και το κυνήγι αυτού, ο τόκος είναι πλήρως νομιμοποιημένος και αποδεκτός.
Φανταστείτε ότι ο κόσμος αποτελείται από 4 μέρη. Έναν πολύ πλούσιο, 1 πλούσιο, 1 μέσο και 1 φτωχό. Κυκλοφορούν 100 νομισματικές μονάδες που κατανέμονται ως εξής: 55 ο πάμπλουτος, 25 ο πλούσιος, 15 ο μέσος και 5 ο φτωχός, σύνολο 100. Ας υποθέσουμε ότι ο πλούσιος δανείζεται 10 ν.μ. για να επενδύσει από τον πάμπλουτο. Ο μέσος δανείζεται 5 ν.μ. για να καταναλώσει από τον πλούσιο. Ο φτωχός δανείζεται 2 ν.μ. από τον μέσο για να επιβιώσει. Σε όλους τους δανεισμούς υπάρχει ένα επιτόκιο 10%. Οπότε ο φτωχός πρέπει να αποπληρώσει 2,2 ν.μ., ο μέσος 5,5 ν.μ., ο πλούσιος 11. Σύνολο 18,7 ν.μ.
Ας υποθέσουμε ότι όλοι μπόρεσαν να αποπληρώσουν τα δάνεια τους. Όμως ο τόκος έχει δημιουργήσει 18,7 ν.μ. αντί για 17 που δανείστηκαν εξαρχής. Με δεδομένο ότι υπήρχαν 100 ν.μ. στην αρχή αυτό είναι αδύνατο αφού θα έπρεπε να υπάρχουν 100 και 1,7 ν.μ. Οπότε; Είναι σίγουρο ότι κάποιος δεν θα μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο. Εναλλακτικά; Εισαγουμε κάποιον να ελέγχει το χρήμα. Αυτός αποφασίζει να διαθέσει επιπλέον 1,7 ν.μ. Τώρα μπορεί να γίνει η αποπληρώμη. Αλλά πως έκοψε αυτό το1,7; Με τόκο. Που χρωστάει; Στον υπεύθυνο κοπής...
Ας υποθέσουμε ότι κάποιος από την δανειακή αλυσίδα δεν μπορεί να αποπληρώσει το χρέος του. Έστω ότι αυτός είναι ο φτωχός που δανείστηκε 2 ν.μ. από τον μέσο. Ο μέσος τώρα για να καλύψει το δικό του χρέος θα πρέπει να ξεπληρώσει τα δανεικά του έχοντας χάσει 2 ν.μ. Οπότε γίνεται φτωχότερος. Προφανώς όσο πιο ψηλά είναι η κλίμακα που θα παρουσιαστεί το πρόβλημα αποπληρωμής τόσο πιο μεγάλη θα είναι η ζημιά και οι προεκτάσεις της. Ποιος κερδίζει από όλο αυτό; Ο υπεύθυνος κοπής...
Θέλω να καταλήξω στο εξής. Ότι η ύπαρξη του τόκου εξαρχής καθορίζει το γεγονός ότι κάποιοι δεν θα τα καταφέρουν αφού τα λεφτά δεν φτάνουν για όλους ειδικά αν ανατοκιστούν. Αυτοί μέσω του δανεισμού γίνονται υπόδουλοι του τόκου. Σταδιακά όσο περισσότεροι έχουν πρόβλημα τόσο περισσότεροι υποδουλώνονται. Φτάσαμε στις μέρες μας ολόκληρα κράτη να είναι υπόδουλα στις κεντρικές τράπεζες. Αυτές είναι οι μεγάλες κερδισμένες. Είναι ο πρώτος δανειστής. Παίρνουν ένα χαρτί, το ομόλογο, που λέει με τι τόκο θα τυπώσουν το απαιτούμενο κάθε φορά χρήμα από το κράτος. Αν το κράτος φανεί συνεπές θα γίνουν πλουσιότερες κατά τον τόκο. Αν το κράτος φανεί ασυνεπές θα μεγαλώσει η εξάρτηση του κράτους από αυτές. Ο τόκος παράγει χρέη και τα χρέη παράγουν μεγαλύτερα χρέη. Σε αυτή την πορεία κάποιοι θα πτωχεύσουν, κάποιοι θα καταστραφούν, κάποια χρέη θα διαγραφούν με αντάλλαγμα την υποδούλωση, πολιτική, οικονομική, κάθε είδους. Είναι ένας αγώνας που κερδίζει εκείνος που θα μείνει τελευταίος. Οι "συνωμοσιολόγοι" που μιλούν για μια παγκόσμια κεντρική τράπεζα που στο μέλλον θα ελέγχει τα πάντα μάλλον δεν απέχουν πολύ από την αλήθεια...
ΠΗΓΗ ΑΝΑΘΕΜΑ