Σε συζητήσεις κατά καιρούς έχω παρουσιαστεί ως ο γκρινιάρης ή ο απαισιόδοξος για το κατά πόσο μπορούν ν’ αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα. Δεν καταλαβαίνω γιατί νομίζει η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας ότι αξίζουν κάτι καλύτερο. Με την απουσία παιδείας σε απλά καθημερινά πράγματα και την έλλειψη κοινωνικής συνείδησης πως ο νεοέλληνας θα συνυπάρξει με τον διπλανό του; Όταν ηδονίζεται με τον πόνο του άλλου και αρέσκεται σε κακοήθειες, απλά για να επιβεβαιώσει τα συμπλέγματά του, με ποιον τρόπο θα βρει επιλογές για να μην κοιτάει μόνο το τομάρι του;
Πέρα τούτων, ο νεοέλληνας υποστηρίζει το Σύστημα, τους εκπροσώπους του και τον πίνακα αξιών του. Δεν διαφέρει από τους ταλιμπάν έταιρων θρησκειών, αφού η χριστιανική πίστη αποτελεί γι’ αυτόν αιτία φανατισμού. Παραμένει ευρωλιγούρης, νομίζοντας πως έχει σχέση με την Ευρώπη, αλλά βρίσκεται πρώτος σε όλες τις λίστες που μαρτυρούν υπανάπτυξη όμοια με χώρας του Τρίτου Κόσμου. Έχει ονειρώξεις πως είναι ισότιμο μέλος, αλλά κατά βάθος δεν είναι παρά ο επαρχιώτης βλάχος που επειδή πήρε Μερσεντέ, νομίζει πως έχει φτάσει στο ίδιο επίπεδο κουλτούρας.
Για χρόνια η θλιβερή αυτή κάστα κινούνταν μεταξύ φραπέ και μπουζουκιών, με αισθητική που παραπέμπει στην καλύτερη, σε χρυσό σταυρουδάκι κάτω από ανοιχτό πουκάμισο για να κάνει κοντράστ με το δασύτριχο στήθος. Κι από δίπλα πίστευε πως επειδή έτυχε να γεννηθεί σ’ αυτό το γεωγραφικό μήκος και πλάτος, είναι το εξώγαμο των αρχαίων που προσέφεραν στον παγκόσμιο πολιτισμό. Περασμένα μεγαλεία και θυμώντας τα να κλαίς, όπως μια γερασμένη πόρνη διηγείται στα καπηλιά τις κατακτήσεις της, για όταν ήταν νέα.
Υποστήριζε κάθε συμμορία και συντεχνία, προκειμένου να “βολευτεί”, αλλά τώρα που όλοι αυτοί τον “πρόδωσαν” γιατί βρήκαν συμμάχους στο εξωτερικό, εκείνος το παίζει “αγανακτισμένος”. Σαν κακομαθημένο παιδί. Ανειλικρινής και ιδιοτελής, έκανε τα στραβά μάτια για όλο εκείνο τον καιρό που υπήρχε καθεστώς ατιμωρησίας και τα σκάνδαλα, αλλά εκείνος είχε “την δουλίτσα του και τον μισθό του”. Ενσυνείδητα και καθ’ έξιν δουλοπρεπής, έχει ψυχικά κατάλοιπα από την τουρκοκρατία και ορέγεται νέους τρόπους για να επιβιώνει με το ελάχιτο δυνατόν κόστος, εις βάρος των υπολοίπων.
Μια τέτοια φάρα, πως θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσει γύρω της έναν κόσμο διαφορετικό από έναν κακόγουστο, απάνθρωπο, μίζερο και φτωχό; Πραγματικά όσο περνάει ο καιρός υπό αυτό το καθεστώς πείθομαι ολοένα και περισσότερο πως το τελευταίο που πρέπει να μας απασχολεί, είναι το οικονομικό σκέλος. Η εσωτερική ασχήμια της συλλογικής ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας, βρήκε το τέλειο φόντο: Την Ελλάδα της κρίσης.
ΠΗΓΗ