Σε ένα καθεστώς οικονομικού μαρασμού υπάρχουν οι άμεσες επιπτώσεις και οι μακροπρόθεσμες. Στις άμεσες είναι αυτό που βλέπουμε. Άνθρωποι που φτωχαίνουν, που δυστυχούν, που έρχονται σε απόγνωση πως θα επιβιώσουν. Στις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις υπάρχει κάτι πιο άγριο ακόμα κι από τη πείνα, τη θλίψη, την απόγνωση.
Είναι ο εθνικός μαρασμός. Την ώρα που αυτοί οι κύριοι αγωνιούν να φανούν σωστοί στους αριθμούς, στοχοποιώντας ανθρώπινες ζωές, παράλληλα εκτός από τη δολοφονία εκείνων που στοχεύουν, εκτελούν κι εκείνο που δεν πρόλαβε ακόμα να γεννηθεί. Πέρα από τις ελπίδες, τα ανεκπλήρωτα όνειρα, την αδυναμία των ανθρώπων να προχωρήσουν σε μια υποτυπώδη αξιοπρεπή καθημερινότητα, αφαιρείται η δυνατότητα νέας καλλιέργειας στο φυτώριο Ελλάδα.
Κοντά στους κομμένους μισθούς και συντάξεις, στους περιορισμούς στην υγεία και τα φάρμακα, στο ξεπούλημα των σπιτιών και κάθε ατομικής περιουσίας, υπάρχει η περικοπή στη δυνατότητα χιλιάδων ανθρώπων που θα μπορούσαν να προσφέρουν τις γνώσεις τους, το ταλέντο τους, την έμπνευσή τους, την ευφυΐα τους.
Η δύναμη της γνώσης, της επιστήμης, της τέχνης, του πολιτισμού περιορίζεται αυτόματα σε μια ελίτ που αν θέλει θα την αξιοποιήσει για λογαριασμό της ή αν θέλει μπορεί και να την αγνοήσει εντελώς.
Κόντα στους ανέργους υπαλλήλους, εργάτες, ελεύθερους επαγγελματίες, υπάρχει η ανεργία όσων σπούδασαν κι ονειρεύτηκαν να προσφέρουν κάτι καλύτερο με τις γνώσεις τους. Υπάρχουν βιβλία που δεν θα διαβαστούν από κανέναν. Έργα τέχνης που δεν θα θαυμάσουν παρά ελάχιστοι. Έρευνες που θα μείνουν στα ράφια όσων τις ξεκίνησαν. Επιστημονικές ανακαλύψεις που δε θα γίνουν. Και πολλές επόμενες γενιές γεννημένων παιδιών που δεν θα έχουν την ευκαιρία να αναδείξουν αυτό που ήταν ικανά να κάνουν.
Χιλιάδες παιδιά δεν θα μπορέσουν να σπουδάσουν, δεν θα μπορέσουν να μάθουν μουσική, να ζωγραφίσουν, να διαβάσουν βιβλία, να παρακολουθήσουν θέατρο, κινηματογράφο, σπορ και ότι άλλο έχει να κάνει με τη πνευματική κι επιστημονική καλλιέργεια. Ο οικονομικός μαρασμός επιφέρει άμεσα το πνευματικό μαρασμό.
Κι αν ένα σπίτι που κινδυνεύει από μια τράπεζα, μπορεί σε ένα απώτερο μέλλον να καταφέρεις να το ανακτήσεις ή να πάρεις ένα άλλο μικρότερο, ή να μείνεις κάπου με νοίκι, ένα παιδί που θα γινόταν ένας σπουδαίος επιστήμονας αλλά δεν μπόρεσες να το βοηθήσεις, όταν θα έχει γεράσει κι ίσως βγούμε από το κωλομνημόνιο, η ζωή του θα έχει χαθεί σερβίροντας καφέδες, κάνοντας μεροκάματα στο πόδι, στερούμενο κάθε δυνατότητας να κάνει αυτό που ονειρευόταν και που είχε ταλέντο να το κάνει, και θα είναι πολύ αργά.
Ίσως κάποτε να γυρίσουν τα πράγματα κι η χώρα να ανακάμψει σ΄ενα μακρινό μέλλον, αλλά εν τω μεταξύ εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι θα περάσουν τη ζωή τους στερημένοι οικονομικά και πνευματικά, βυθισμένοι μέσα σε μια άθλια καθημερινότητα, παλεύοντας για ένα κομμάτι ψωμί και μια στέγη, σ΄ενα νέο μεσαίωνα όπου κάθε χαρά της ζωής, κάθε προοπτική, κάθε δυνατότητα γνώσης θα είναι ένα άπιαστο όνειρο που θα ανήκει σε λίγους εκλεκτούς παλατιανούς και το στενό τους περιβάλλον.
Το μεγαλύτερο έγκλημα είναι πως ο λαός εκπαιδεύτηκε πολλά χρόνια, με ποικιλία μεθόδων να είναι πνευματικά στερημένος. Με μια κατευθυνόμενη παιδεία, με μια άθλια τηλεόραση κολλημένη στη μούρη του, με συνεχή προώθηση ενός μοντέλου ζωής, ευτελούς χωρίς αληθινές αξίες, έτσι ώστε και σήμερα η τραγικότητα αυτού του αφανισμού περιορίζεται στα μυαλά των περισσότερων στα αγαθά που είχαν κι όχι σε εκείνα που τελικά δεν πάλεψαν ποτέ για να αποκτήσουν.
Ποιος θα γνοιαστεί για ένα παιδί που δεν θα μπορεί να αγοράσει πια βιβλία μπροστά στο παιδί που δεν θα έχει να φάει;
Ποιος θα γνοιαστεί για ένα σπουδαίο ταλέντο χαμένο μπροστά σε ένα χαμένο σπίτι;
Ποιος θα γνοιαστεί σ΄ενα χαρισματικό γιατρό που δεν θα γίνει ποτέ μπροστά σ΄ενα υπάρχον άθλιο νοσοκομείο που καταρρέει;
Ποιος θα γνοιαστεί για ένα σπουδαίο καλλιτέχνη που δεν θα βρει τρόπο να σπουδάσει μουσική για να γράψει τα δικά του τραγούδια τη στιγμή που στα σπίτια δεν γλεντάει πια ο κόσμος;
Ποιος θα γνοιαστεί για ένα ζωγράφο που δεν θα βρει ποτέ το δρόμο του αφού σε κανένα σπίτι δεν υπάρχουν πίνακες κι όσοι έχουν τους πουλάνε στα μαγαζιά των νέων μαυραγοριτών;
Η Ελλάδα δεν θα είναι μόνο μια χώρα που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της θα δουλεύει σαν σκλάβος στις ξενόφερτες αλυσίδες, στις πολυεθνικές, στα φαστ φουντ της ένδυσης, υπόδησης, διασκέδασης, στους κολοσσούς των ιδιωτικών ιατρικών κέντρων και των ιδιωτικών πανεπιστημίων, θα είναι μια χώρα που εκτός από την οικονομική ελίτ που θα μπορεί να κινείται τζογάροντας ελεύθερα σε μια νέου είδους αποικία, θα κινείται αποκλειστικά και όπως γουστάρει και στα άλλα επίπεδα. Από τα σπλάχνα της θα βγαίνουν οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί, οι μουσικοί, οι ζωγράφοι, οι συγγραφείς, οι ποιητές....
Ένα τεράστιο δυναμικό θα στέλνεται απλά να βγάλει ένα μεροκάματο. Όπως γινόταν τότε, μετά το πόλεμο. Που έμειναν αμόρφωτα χιλιάδες ελληνόπουλα και τους δόθηκε μοναδική δυνατότητα στη ζωή να επιβιώσουν όπως όπως. Αμέτρητες περιπτώσεις χαρισματικών παιδιών που σάπισαν στα εργοστάσια, στα κομμωτήρια, στα ραφτάδικα, στη ορθοστασία και στα μεροκάματα του τρόμου, ζώντας μυστικά μέσα στο όνειρό τους πως θα ήταν αν.... Χρειάστηκαν τρεις και τέσσερις γενιές θυσίες για να μπορέσουν να γεννήσουν παιδιά που θα είχαν καλύτερες δυνατότητες. Που θα μορφωνόντουσαν και θα μάθαιναν κάτι περισσότερο.
Κι αυτή η στέρηση, υποκινούμενη από ένα πάντα ύπουλο, ανίκανο και ξενόδουλο κράτος, έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Λειτούργησαν όλα χωρίς προγραμματισμό, χωρίς να γίνουν υποδομές, χωρίς σωστό χειρισμό του εθνικού πλούτου και του εργατικού κι επιστημονικού δυναμικού, κοινώς ένα μπουρδέλο που βάδιζε όπου φυσάει ο άνεμος, τσαπατσούλικα, μετάλλαξε όλες αυτές τις γενιές σε ψεύτικα ευημερούντες πολίτες που αναλώθηκαν να σπαταλήσουν κάθε δυνατότητα σε παλιοσίδερα, τούβλα, σκυλάδικα και κοψίδια κι όταν ήρθε ο χρόνος να βγουν στην φόρα όλες μας οι παθογένειες και η αληθινή μας φτώχεια, να είναι εξασφαλισμένο πως δεν θα υπήρχαν πολίτες άξιοι να διεκδικήσουν αλλά ζητιάνοι που θα παρακαλάνε να πάρουν τα μπιχλιμπίδια τους πίσω.
Βούλγαροι, Βούλγαροι, χανούμισσες βαζέλες, όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες έλεγε ένα παλιό τραγουδάκι, κι αυτό μας είχαν καταντήσει κι ήμασταν ευχαριστημένοι στη κατάντια μας. Και τώρα ψάχνουμε να βρούμε μυαλά ικανά να βρουν λύσεις για να πάρουμε τη ζωή μας πίσω. Ποια ζωή; Μεταξύ μιας γενιάς που θυσιάστηκε για να είμαστε ελεύθεροι και πάλεψε με κάθε δύναμη να βγάλει τα παιδιά της από το σκοτάδι, μεσολάβησαν τόσες γενιές που παραδόθηκαν στη ζάλη αυτού του ξεφτιλισμένου συστήματος.
Ο παππούς έδωσε το αίμα του στα βουνά, ο γιος πάλεψε για ένα καλύτερο αύριο και τα εγγόνια αξιοποίησαν την ευκαιρία τους προσκυνώντας σώβρακα, φανέλες, λουλούδια στα σκυλάδικα, μίζες, λαδώματα, φακελάκια, παρακάλια στα Υπουργεία, και μια μεγάλη ποικιλία από αγαπημένα υποκοριστικά "σπιτάκι, φωλίτσα, γκομενίτσα, παιχνιδάκι, λεφτάκια, ζωούλα, ατομούλι μου"....
Δυστυχώς όπως σε κάθε περίπτωση, μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Κι αν για κάτι λυπάμαι σήμερα, δεν είναι πως θα χαθούν οι χαμένοι, αλλά πως δεν θα έχουν την ευκαιρία να επιλέξουν τι θα είναι όσοι δεν έφταιξαν σε τίποτα. Καρφί δεν μου καίγεται για όσους είχαν τη δυνατότητα και την αξιοποίησαν ασχολούμενοι με σκατά και το τομαράκι τους, με νοιάζει όμως για όσους πάλεψαν για κάτι πραγματικά πιο αξιόλογο, για όσους κράτησαν τη ζωή τους και φυλακίστηκαν μέσα στην υπόλοιπη σαπίλα και για τα παιδιά που γεννιούνται τώρα κι εκείνα αύριο που θα μαραζώσουν σε ένα τοπίο που δεν επέλεξαν, δεν έφταιξαν, και που δεν θα μπορούν να ξεφύγουν.
Κοιτάνε χωρίς ντροπή ουρές από νέους να ψάχνουν το μέλλον τους σε άλλες πατρίδες.
Κοιτάνε χωρίς ντροπή μια πατρίδα να ξεφτιλίζεται διεθνώς σαν ένα τόπο γεμάτο από κλέφτες, απατεώνες, τεμπέληδες και λαμόγια. Και μπαίνουν στα ευρωπαϊκά σαλόνια, ανεχόμενοι τα διάφορα αρπαχτικά (βεβαιωμένοι κλέφτες των ανθρώπινων ζωών) να τους κάνουν υποδείξεις για τον άτακτο και ασυμμάζευτο λαό τους να του ρίξουν ένα χέρι ξύλο και να τον βάλουν τιμωρία. Δεν έχουν τσίπα να αναλογιστούν πως ένας άνθρωπος όταν αντί να παλέψει για να διορθώσει το σπίτι του, με την ίδια του την οικογένεια, με δικά του μέσα, πάει και τη παραδίνει σ΄ενα νταβατζή να τακτοποιήσει τα παιδιά του, είναι απλά ξεφτιλισμένος....
Το έγκλημα που διαπράχτηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν θηριώδες. Ποτέ δεν απελευθερώθηκε η χώρα από τους ξένους κατακτητές. Γέμισαν το τόπο τάφους για να βάλουν στα γρήγορα τους ξενόδουλους υπηρέτες στα ηνία της χώρας. Ποτέ η πατρίδα δεν ανάσανε το δικό της αέρα. Δεν αξιοποίησε τις δυνατότητές της. Δεν οργανώθηκε σαν σοβαρό κράτος για να μπορέσει να μετρήσει το δυναμικό της.
Πάντα μια χούφτα οικογένειες, μοναχοφαγάδες και ανθέλληνες ήταν που κοιτάγανε τη πάρτη τους και που ήταν αρκετά έξυπνοι για να δουν ποια ήταν τα αδύναμα σημεία του λαού ώστε να του τα γιγαντώσουν και να του αφαιρέσουν τη δυνατότητα να σκέφτεται με αξιοπρέπεια και να παλεύει για αξίες και ιδανικά.
Δεν χάνουμε τις περιουσίες μας, τα σπίτια μας, τη δουλειά μας, το φαΐ μας, μόνο, χάνουμε τη δυνατότητα να δώσουμε στα παιδιά μας την ευκαιρία να κάνουν κάτι πιο αξιόλογο από τις βλακείες που κάναμε εμείς. Η Ελλάδα γερνάει απότομα. Πολύ γρήγορα. Άρρωστη κι εξαρτημένη. Κι ο λαός της αυτή τη στιγμή έχει ακριβώς αυτό το πρόσωπο. Ενός άρρωστου κι εγκαταλειμμένου γέρου, που γκρινιάζει και παρακαλάει το Θεό να τον λυπηθεί. Ανήμπορος να πάρει τα πόδια του....
Το ειδαμε στο RAMNOUSIA