«Δεν θα χαλάσετε ποτέ χατίρι στα παιδιά μου. Ακόμα κι αν θέλουν να κάψουν το σπίτι, εσείς το μόνο που θα κάνετε είναι να τους δώσετε σπίρτα». Αυτή η φράση, ειπωμένη χρόνια πριν προς τους συνεργάτες του, από τα χείλη ίσως του ευφυέστερου εκδότη της μεταπολίτευσης, του μοναδικού Κίτσου Τεγόπουλου, που δημιούργησε το επίτευγμα της «Ελευθεροτυπίας», ήταν τελικά προφητική: Η Μάνια, η κόρη του, η «ιδιοκτήτρια», όπως υπογράφει τα πεζοδρομιακά σχόλιά της εναντίον του Μιχ. Χρυσοχοΐδη, πέταξε ήδη το αναμμένο σπίρτο και έχει βάλει φωτιά στο τρίτο παιδί του Κίτσου Τεγόπουλου: Την «Ελευθεροτυπία».
Η αφήγηση που επιχειρείται εδώ για το κορυφαίο εκδοτικό επίτευγμα της μεταπολίτευσης, για την ιστορικότερη εφημερίδα, που αποτέλεσε σημείο αναφοράς της πραγματικής ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα, μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ως πρόωρος επικήδειος. Κανείς δεν ξέρει εάν κάνουν λάθος.
Η «Ελευθεροτυπία» δεν πέθανε, τουλάχιστον ακόμα. Πιθανόν να μην κινδυνεύει καν, γιατί πάντα υπάρχει η ελπίδα κάπιοιυ υγιούς επιχειρηματία την τελευταία στιγμή να τη σώσει και να κρατήσει στα χέρια του τον πιο εμπορικό τίτλο εφημερίδας στην Ελλάδα. Το πνεύμα της, όμως, είναι σίγουρα νεκρό από τις σφαίρες που εξαπολύει καθημερινά η Μάνια Τεγοπούλου, η οποία απλώς τώρα συντάσσει την προκήρυξη θέσεων για την αποδόμηση του πνευματικού παιδιού του πατέρα της...
«Θα βάλω να σε πετάξουν έξω»
Το βράδυ της περασμένης Κυριακής, ο Σήφης Πολυμίλης, διευθυντής σύνταξης της ιστορικής εφημερίδας και εκ των στελεχών που νυχθημερόν μοχθούσε για το οικοδόμημα, ολοκλήρωνε το στήσιμο της πρώτης σελίδας. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής η Μάνια Τεγοπούλου, με το γνωστό παραληρηματικό ύφος μειωμένης νηφαλιότητας, φώναζε σε έξαλλη κατάσταση: «Σε έχω απολύσει, να φύγεις από την εφημερίδα».
Ο Πολυμίλης, ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων αλλά με κατάθεση περίσσιου μόχθου για την εφημερίδα, της απάντησε «εντάξει θα φύγω, αλλά όλοι λείπουν με άδειες και κάποιος πρέπει να βγάλει την εφημερίδα». Η απάντηση σοκάρει: «Αν δεν φύγεις, θα στείλω τους κλητήρες να σε πετάξουν έξω. Δεν με ενδιαφέρει αν θα βγει φύλλο»!
Σοκάρει βέβαια όσους δεν είδαν, λίγους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα της, το μακροβιότερο και πιο πετυχημένο διευθυντή εφημερίδας στη χώρα, τον άνθρωπο που μαζί με τον Κίτσο ευθύνονται για τη μακροημέρευσή της «Ελευθεροτυπίας», τον Σεραφείμ Φυντανίδη, να αποχωρεί με μια κούτα στα χέρια συνοδευόμενος από μερικούς κλητήρες της εφημερίδας.
Χωρίς ουσιαστική αντίδραση από το –άλλοτε–ζωντανό και μαχητικό σώμα των συντακτών. Σοκάρει επίσης όσους δεν είδαν τα ειρωνικά χαμόγελα των «επιγόνων», που πίστευαν πώς ήρθε η στιγμή να κυριαρχήσουν. Κι όσους δεν άκουσαν τον Θανάση Τεγόπουλο, τον εξάδεφο του Κίτσου και θείο της Μάνιας, εκδότη της εφημερίδας και δικηγόρο (που συνέχιζε να ασκεί το επάγγελμα και ως εκδότης της μεγαλύτερης εφημερίδας της χώρας), να προσπαθεί με μισόλογα και αστείες αιτιάσεις να δικαιολογήσει την απόφαση της «ιδιοκτήτριας».
Η ζωή όμως εκδικείται τους αγνώμονες και ο Θάνασης Τεγόπουλος θα ακούσει κάποιον άλλο να προσπαθεί να εξηγήσει τη (δρομολογημένη όπως λέγεται) δική του απομάκρυνση από την εφημερίδα. Άλλωστε, όπως λένε στο Νέο Κόσμο, ο Θανάσης ποτέ δεν άντεξε το γεγονός ότι η προσωπικότητα του Φυντανίδη επισκίαζε τους πάντες και ήταν εκείνος ο έμπιστος του Κίτσου. Δεν άντεχε να ακούει απ' όλους πως «Ελευθεροτυπία» ίσον Φυντανίδης. Αυτός λοιπόν τότε έδωσε το σπίρτο στη Μάνια. Μόνο που η πυρκαγιά τα καίει όλα πλέον...
Δήλωνε άθεη και δεν πήγε στην κηδεία του πατέρα της!
Τη μέρα του θανάτου του Κίτσου Τεγόπουλου η παγωμάρα στους διαδρόμους της εφημερίδας δεν είχε να κάνει μόνο με την απώλεια ενός ανθρώπου που οι περισσότεροι–κυρίως οι παλιότεροι– συντάκτες γνώριζαν, αλλά κυρίως με το γεγονός ότι η εφημερίδα περνάει στα χέρια των δύο κοριτσιών του, τα οποία ουδέποτε ασχολήθηκαν ή πέρασαν από την εφημερίδα.
Το πρώτο σοκ έρχεται όταν η «ιδιοκτήτρια» Μάνια (η αδελφή της, Λένα-πιο γνωστή με το επίθετο Μακρή -, είναι καλλιτεχνική φύση, έχει συμμετάσχει και σε θεατρικά και δεν ασχολήθηκε ποτέ επί της ουσίας) γνωστοποιεί μέσω τρίτων στους συντάκτες πως δεν επιθυμεί να πάνε στην κηδεία και να γράψουν για τον πατέρα της. Η εντολή παρακάμπτεται από παλιότερους δημοσιογράφους, οι οποίοι και πάνε στην κηδεία και γράφουν για τον Κίτσο. Το οξύμωρο βέβαια είναι ότι την επομένη η «Ελευθεροτυπία» έχει το μικρότερο αφιέρωμα στον ιδρυτή της από το σύνολο του Τύπου, που του αφιερώνει διθυράμβους. Η «Ελευθεροτυπία» δεν αναφέρει ούτε καν την ώρα της κηδείας. Το χειρότερο; Η Μάνια δεν πάει καν στην κηδεία. Εκεί, στο τραπέζι μετά τον ενταφιασμό, με τον Φυντανίδη στο κεφαλοτράπεζο, η δεύτερη κόρη του Κίτσου καλείται να σχολιάσει δημοσίευμα του «Ποντικιού» με τίτλο «Πωλείται η Ελευθεροτυπία;». «Ίσως είναι καλύτερα να πουληθεί», ακούγεται να λέει...
Η «υποδοχή», οι μπίρες και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος
Λίγες μέρες μετά, ο Φυντανίδης παρουσιάζει τη Μάνια στους συντάκτες. Εκείνη τους υποδέχεται με μια μπίρα στο ένα χέρι και ένα τσιγάρο στο άλλο. Μικροσκοπική, απροσδιόριστης ηλικίας, νευρώδης, ένα θηλυκό, αντίγραφο του Κίτσου. Μόνο στην όψη όμως.
Οι πρώτες κρίσεις έρχονται, όταν στην εξέλιξη για τη δίκη της «17Ν» γίνεται κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ στην «Ελευθεροτυπία». Η ιδιοκτησία, συνεπικουρούμενη από τον Θανάση Τεγόπουλο, προσπαθεί να λογοκρίνει τα κείμενα των συντακτών και δεν τους στηρίζει όταν ο κατηγορούμενος ως ηθικός αυτουργός της «17Ν», Αλ. Γιωτόπουλος διά του δικηγόρου του, τους επιτίθεται φραστικά στο δικαστήριο. Τα πράγματα εκτραχύνονται και δεν επιτρέπει να σχολιάζονται οι τοποθετήσεις του Γιωτόπουλου στο δικαστήριο, οι οποίες μπαίνουν αυτούσιες και ασχολίαστες στην εφημερίδα, περίπου σαν «πληρωμένη καταχώρηση».
Οι κακές γλώσσες λένε πώς τα βράδια ο Θανάσης Τεγόπουλος κατεβαίνει στο ατελιέ και με το τηλέφωνο στο αυτί για να παίρνει οδηγίες αλλάζει τα κείμενα, εν αγνοία των συντακτών. Τότε είναι που ένα από τα μεγαλοστελέχη λέει σε συντάκτη που διαμαρτύρεται: «Ιδιοκτήτρια είναι, τι θες;». Ξέχναγε βέβαια πως επί 35 χρόνια, όπως δημόσια έχει πει ο Φυντανίδης, ο Κίτσος ποτέ δεν του τηλεφώνησε να βάλει ή να μη βάλει κάποιο θέμα.
Η εντολή ήταν μία: «Γράφετε ό,τι θέλετε, αρκεί να τα υπογράφετε». Ο κανόνας τηρήθηκε απαρέγκλιτα μέχρι τη μέρα που η Μάνια γνώρισε –ειδησεογραφικά– τον Γιωτόπουλο. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή...
«Θέλω να με υπακοούουν...»
Λίγους μήνες μετά, ο Φυντανίδης φεύγει από την εφημερίδα και πίσω του, αντί να κυριαρχήσει ο προβληματισμός για το τι θα ακολουθήσει, γίνεται ένα πάρτι προτάσεων και αυτοπροτάσεων για τα οφίτσια.
Χαρακτηριστική η περίπτωση γνωστού σκιτσογράφου, τον οποίο προσέλαβε ο Φυντανίδης στην εφημερίδα και μόνο δεν χειροκροτούσε για την απομάκρυνσή του, αφού προηγουμένως βέβαια είχε φροντίσει να αυτοπροταθεί για τη θέση του διευθυντή σύνταξης.
Διευθυντής αναλαμβάνει ο Βαγγέλης Παναγόπουλος, σαρξ εκ της σαρκός της εφημερίδας, δουλευταράς και ικανός, αλλά απόλυτα ενδοτικός στη Μάνια, η οποία πρόσφατα δήλωσε με άνεση και σιγουριά: «Θέλω στην εφημερίδα μου ανθρώπους να με υπακούουν και όχι να μου πηγαίνουν κόντρα...»
Οι μοναδικοί που εκφράζουν κατά καιρούς αντιρρήσεις είναι (κυρίως) ο αρχισυντάκτης Γιάννης Παντελάκης και ο διευθυντής σύνταξης Σήφης Πολυμίλης. Η Μάνια ξηλώνει διαρκώς το πουλόβερ και με το βραχνά των δανείων στο κεφάλι της πουλάει τη «Χρυσή Ευκαιρία» αντί 70 εκατομμυρίων ευρώ.
Αντί όμως να ξελασπώσει και να βρει μια ισορροπία, φαίνεται πως το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η καταπιεσμένη επαναστατικότητά της, η οποία αναλώνεται σε πύρινα –και δυσνόητα επί το πλείστον– σχόλια υπέρ Γιωτόπουλου και ύβρεις εναντίον του Χρυσοχοΐδη.
Η κορυφαία στιγμή έρχεται όταν ένα βράδυ συλλαμβάνεται στην Πανόρμου σε κατάσταση μέθης, με παρατημένο το αυτοκίνητό της στη μέση του δρόμου, να ξεφωνίζει. Τη στέλνουν στο Αυτόφωρο και εκείνη επιλέγει να δει πίσω από την ιστορία μια συνωμοσία εναντίον της, η οποία εξυφάνθηκε από τον Χρυσοχοΐδη και τους Αμερικανούς που την παρακολουθούν. Τα ανέκδοτα στη δημοσιογραφική πιάτσα δίνουν και παίρνουν, η εικόνα όμως να σύρεται στα δικαστήρια δέσμια των παθών της μένει... Μπορεί εκείνο το βράδυ η Μάνια απλώς να μέθυσε (δικαίωμά της), αλλά το λογαριασμό τον πλήρωσε πάλι η «Ελευθεροτυπία».
Λογοκρισία στο άνδρο της ελευθεροτυπίας
Κάποτε, στις μέρες του σκανδάλου του Χρηματιστηρίου, μεγάλη Τρίτη του 1999, αργά το βράδυ ένας συντάκτης μπαίνει φουριόζος στο πάντα ανοιχτό γραφείο του Φυντανίδη. Εκείνος συνομιλεί με τον Θανάση Τεγόπουλο. Αρχίζει να τους λέει πληροφορίες πως ασκήθηκαν διώξεις για κακουργήματα και περιγράφει αναλυτικά το ρεπορτάζ. Ο Φυντανίδης σημειώνει, όμως ο τυπολάτρης Τεγόπουλος ρωτά τον εμβρόντητο συντάκτη: «Χαρτιά έχεις;». «Μα, ο εισαγγελέας μου τα είπε, τι χαρτιά να μου δώσει; Και να μου μιλήσει απαγορεύεται...», του λέει έκπληκτος. «Τότε να μη γράψουμε τίποτα», ρίχνει τη βόμβα ο Τεγόπουλος. Ο Φυντανίδης γελώντας κάτω από τα «μουστάκια του» αγνοεί τον εκδότη και λέει στο δημοσιογράφο: «Χίλιες λέξεις, πρώτο θέμα θα πάει» και του δείχνει τον τίτλο που ήδη είχε γράψει στο χαρτί: «Οι φούσκες κρέμονται επί ξύλου»...
Αυτό ήταν η καθημερινή λειτουργία της «Ελευθεροτυπίας»: Ο συντάκτης έφερνε την πληροφορία, ο διευθυντής την αξιολογούσε ως προς τη σοβαρότητα, ο συντάκτης έγραφε το κείμενο, το υπέγραφε και δεν άλλαζε ούτε κόμμα από αυτό. Αυτά όμως π.Μ. (προ Μάνιας).
Γιατί εσχάτως, την επομένη το πρωί της αποκάλυψης της γιάφκας που αποδίδεται στον «Επαναστατικό Αγώνα», η «Ελευθεροτυπία», την οποία έψαχναν όλοι οι δημοσιογράφοι για να ενημερωθούν πληρέστερα, δεν είχε ούτε μία λέξη για το θέμα. Η ιδιοκτησία αποφάσισε να μη βάλει το θέμα ούτε ως μονόστηλο, γιατί λέει «δεν υπήρξε επίσημη ανακοίνωση από την αστυνομία» του Χρυσοχοΐδη. Και ο Θανάσης Τεγόπουλος, με ένα θλιβερό άρθρο, προσπαθούσε και πάλι εις μάτην να αιτιολογήσει την απόφαση της ιδιοκτησίας.
«Τρίζουν τα κόκαλα του Κίτσου», είπε εκείνο το πρωί ένας παλιός δημοσιογράφος...
«Υπομονή, θα κάνω κι άλλες απολύσεις»
Η απόλυση του Πολυμίλη (είχε προηγηθεί του Βλαστάρη και άλλων) προκάλεσε αντιδράσεις στην εφημερίδα και ψιθύρους πως έπεται αυτή του Θ. Τεγόπουλου και της οικονομικής διευθύντριας. Η συρρίκνωση (κυκλοφοριακή και ύλης αφού κόπηκαν τα ένθετα) είναι ορατή σε όλους.
Πλην της Μάνας, η οποία έχοντας μια (περίπου) εμμονική προσέγγιση στα πράγματα, θα έλεγε κανείς πως ψάχνει τρόπο να κάνει την εφημερίδα μικρή.
Ίσως για να μπορεί να την κουμαντάρει, αφού είναι επίσης ορατό σε όλους πως μόνο η όψη της έχει κάτι από τον Κίτσο. Η εμμονική προσέγγιση στα πράγματα και η αδιαφορία της για το μέγεθος της εφημερίδας φαίνεται κι από τον τρόπο που αντέδρασε προ μηνός, όταν την ώρα που η εφημερίδα τυπωνόταν στο πιεστήριο, ζήτησε να σταματήσει η εκτύπωση (σκεφτείτε το κόστος για να ξανατυπωθεί) για να προστεθεί στην πρώτη σελίδα ένα σχόλιο για (ποιον άλλον) τον Χρυσοχοΐδη.
Της τηλεφώνησε τότε ο θείος της, Θανάσης Τεγόπουλος, και τόλμησε να της πει «μα, τι είναι αυτά που κάνεις;». «Δικιά μου είναι η εφημερίδα και άμα θέλω της βάζω φωτιά και την καίω», του απάντησε εκείνη κι έκτοτε, κι αφού πέρασε το δικό της βέβαια, δεν του ξαναμίλησε...
Το καλύτερο, όμως, από το ανθολόγιο των απαντήσεών της είναι αυτό που είπε, όταν μια επιτροπή των συντακτών έριξε την ιδέα της απεργίας σε ένδειξη συμπαράστασης στον Πολυμίλη, αλλά και ανησυχίας για το μέλλον. Η Μάνια το πληροφορήθηκε και λέγεται πως διεμήνυσε στους συντάκτες «μην κάνετε τώρα απεργία, κρατήστε την για αργότερα που θα κάνω κι άλλες απολύσεις...».
Κάποιος πρέπει να σώσει την εφημερίδα
Η «Ελευθεροτυπία» δημιουργήθηκε ως εφημερίδα των 80 συντακτών στις 21 Ιουλίου του 1975, ημέρα Δευτέρα. Την ημέρα που ξεκίνησε η δίκη των χουντικών.
Οι πρώτοι δημοσιογράφοι που έστησαν το φύλλο ήταν οι Πότης Παρασκευόπουλος, Φιλιππόπουλος, Καρατζαφέρης, Χαρδαβέλλας, Βότσης, Γιαμπαζολιάς, Κ. Σκούρας, Κομίνης, Μανωλάκος, Λ. Δάννος, Στ. Απέργης, και λίγους μήνες αργότερα ο Φυντανίδης.
Ο Κίτσος Τεγόπουλος ξεκίνησε την εφημερίδα με νοικιασμένα γραφεία, νοικιασμένα πιεστήρια και 80 συντάκτες και παρέδωσε στη Μάνια μια εφημερίδα με 7όροφο ιδιόκτητο κτίριο, ιδιόκτητα πιεστήρια και τους κορυφαίους συντάκτες στη χώρα. Στην Χ.Κ. Τεγόπουλος σήμερα δουλεύουν περί τους 900 ανθρώπους, οι οποίοι ασφυκτιούν καθώς τα χρέη και κυρίως οι χειρισμοί της «ιδιοκτήτριας» οδηγούν στην καταστροφή.
Λίγους μήνες πριν, ο Λ. Λαυρεντιάδης έκανε επιθετική αγορά ποσοστού της «Ελευθεροτυπίας», προκαλώντας την αντίδραση της Μάνιας, η οποία πήρε νέο δάνειο 25 εκατομμυρίων ευρώ για να αντεπεξέλθει στα λειτουργικά έξοδα. Το ερώτημα είναι γιατί γίνονται λοιπόν όλα αυτά; Θέλει να πουλήσει; Ο Λαυρεντιάδης φαίνεται διαθέσιμος και κυρίως υπάρχει πάντα ο όμιλος Βαρδινογιάννη, ο οποίος υπήρξε αρωγός της εφημερίδας από την ημέρα της ίδρυσής της. Ή μήπως η Μάνια τελικά θέλει να σκοτώσει το πνευματικό αδελφάκι της;
Το σίγουρο είναι πως ήδη έχουν φύγει από την εφημερίδα ικανοί συντάκτες και η τάση είναι πλέον «ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα»...
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, 12 Αυγούστου 2010
Το είδαμε ΕΔΩ