Η Ουγκάντα είναι ιδιαίτερα γόνιμη χώρα και διαθέτει την καλύτερη ποικιλία τροπικών φρούτων στην Ανατολική Αφρική: μάνγκο, παπάγια, ντοματόδεντρα jackfruits, ανανάς, κίτρινα πεπόνια είναι μόνο μερικά από τα δεκάδες φρούτα που υπάρχουν άφθονα στην φύση. Η ιδέα να συνδυαστεί η τοπική παραγωγή με την παραδοσιακή ελληνική τέχνη του γλυκού των κουταλιών και της μαρμελάδας ξεκίνησε τότε αλλά χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός μέχρι να γίνει πραγματικότητα.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα βρήκε την Γιολάντα απροετοίμαστη. Όταν η επιχείρηση της στον κτηματομεσιτικό τομέα κατέρρευσε, η ιδέα για τις μαρμελάδες στην μακρινή Ουγκάντα φάνηκε πιο επίκαιρη από ποτέ. Πούλησε το διαμέρισμα της στη Νέα Σμύρνη και με 40.000 ευρώ κεφάλαιο εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό χωριό στις πηγές του Λευκού Νείλου, κοντά στην πόλη Jinja (80 χλμ δυτικά της πρωτεύουσας Καμπάλας).
Μαζί της ήρθε και η 29χρονη Λαμπρινή. Απόφοιτος του τμήματος Ψηφιακών Συστημάτων του Πανεπιστημίου του Πειραιά, η Λαμπρινή ήρθε για πρώτη φορά στην Ουγκάντα τον Αύγουστο του 2010, ως εθελόντρια σε ένα χωριό κοντά στην Jinja. Στην Ελλάδα καθώς δεν μπορούσε να βρει εργασία στην Αθήνα, επέστρεψε στο πατρικό της σπίτι κοντά στην Άρτα. Στην πορεία γνώρισε την Γιολάντα και τον Αύγουστο του 2011 ήρθε για τρίτη φορά στην Ουγκάντα, αυτή τη φορά να εργαστεί στο στήσιμο της επιχείρησης.
Οι δύο γυναίκες εγκαταστάθηκαν τους πρώτους μήνες στο κοινοτικό κάμπινγκ, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και μεταφορικό μέσο. Καθημερινά πηγαινοέρχονταν με τα πόδια στην αγορά του τοπικού χωριού προσπαθώντας να βρουν τρόπο να ξεκινήσουν την επιχείρηση. Αν και οι πρώτοι μήνες ήταν αρκετά δύσκολοι, σύντομα η τοπική κοινότητα αγκάλιασε τις δύο ελληνίδες οι οποίες κέρδισαν την εμπιστοσύνη των κατοίκων. Εκεί γνώρισαν και τον 18χρονο Ομάρ, ένα ορφανό παιδί που ζούσε στους δρόμους του χωριού και ο οποίος έγινε πολύτιμος βοηθός και αχώριστος φίλος των δύο γυναικών.
Αν και η επιχείρηση είναι ακόμα σε αρχικό στάδιο, η Γιολάντα έχει νοικιάσει ένα χώρο στη βιομηχανική περιοχή της Jinja όπου και έχει ξεκινήσει δοκιμαστική παραγωγή. Για την ώρα απασχολεί μόνο 3 γυναίκες από την κοινότητα αλλά ελπίζει πως όταν η επιχείρηση θα εξελιχθεί θα μπορέσει να προσλάβει περισσότερο προσωπικό. Ονειρεύεται μια μεγάλη επιχείρηση 300 εργαζομένων με καλούς μισθούς και κοινωνική ασφάλεια, αν και για την ώρα το όνειρο αυτό είναι μάλλον μακρινό.
Η παραγωγή της μαρμελάδας και των γλυκών γίνεται εξολοκλήρου στο χέρι, χωρίς τη χρήση τεχνολογίας. Τα φρούτα μαγειρεύονται σε μεγάλες κατσαρόλες από τις γυναίκες οι οποίες επίσης αναλαμβάνουν την τυποποίηση τους στα βαζάκια που εισάγει η Γιολάντα από την Κίνα. Τα πρώτα γλυκά του κουταλιού έγιναν από παπάγια και jack fruits και το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα γευστικό.
Ζώντας σε μια μικρή αγροτική κοινότητα όπου οι άνθρωποι επιβιώνουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα και η γη αν και γόνιμη, δεν φτάνει να θρέψει τις πολύτεκνες οικογένειες, οι δύο ελληνίδες προσπαθούν να συνεισφέρουν όσο γίνεται στο χωριό. Σε συνεργασία με τις ντόπιες γυναίκες βοηθούν στο συσσίτιο του τοπικού σχολείου και οργανώνουν μαθήματα για όσους ενήλικες το επιθυμούν. Ελπίζουν πως αν η επιχείρηση της μαρμελάδας πετύχει θα έχουν και οι ίδιες ένα σταθερό εισόδημα αλλά και θα συνεισφέρουν στην τοπική οικονομία, δημιουργώντας θέσεις εργασίας.
Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται εξωτικά ή και αφελή κάποιες φορές, όμως αυτό που μετράει είναι το όνειρο και η προσπάθεια. Και γιατί όχι, ίσως κάποτε αντί για το παραδοσιακό γλυκό σταφύλι και περγαμόντο να δοκιμάζουμε γλυκό από παπάγια και jack fruit "made in Uganda".
Φραγκίσκα Μεγαλούδη
ΠΗΓΗ