Τελειώσαν κι οι γιορτές, όπως συμβαίνει μ' όλες τις μικρές και μεγάλες χαρές. Κι εγώ ξεστόλισα το καράβι τ' άφησα ν' αρμενίσει στο πέλαγο και μαζεύτηκα στη γωνιά δίπλα στο τζάκι. Οι ροϊδί φλοκάτες στρωμένες στο πάτωμα και στους καναπέδες, κι η αργαλίσια η μαντανία η κίτρινη με το πλατανόφυλλο υφαμένη απ' τα χέρια της μάνας μου κρεμασμένη στον τοίχο.
Βαθειά μεσάνυχτα, κι ο καιρός βαρύς. Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα κι όλα έχουν πάρει το γκρίζο χρώμα. Σφάλισα τις πόρτες και τα παράθυρα, κι ακούω μόνο το θαλασσινό αέρα που φυσάει κι' αγριεύει καθώς φέρνει τη μπόρα και κάνει θόρυβο στο τσίγκινο υπόστεγο δίπλα στον κήπο με τις τριανταφυλλιές.
Μ' αποσπά απ' τις σκέψεις και τα όνειρά μου και θαρρώ πως κάτι μου φταίει.
Κάνω προσπάθεια να φέρω μπροστά μου τα γεγονότα. Να τα βάλω σε τάξη και να τα γράψω ένα προς ένα. Μα ποιος τάχα να νοιάζεται τώρα για τα παλιά; Ίσως κάποιοι που μοιράστηκαν μαζί μου μια φέτα πυρωμένο στα κάρβουνα ζυμωτό ψωμί κάπου εκεί που τώρα μόνο η σκέψη μου μπορεί να φτάσει, αφού το χωριό μου η Πράμαντα είναι εκεί που βγαίνει ο αυγερινός κι απόψε εδώ έχει καταχνιά και συντελεία. Θυμάμαι. Ναι το λέω αλήθεια τότε που πήγαινα μουσαφίρισσα στα σπίτια των μικρών μου φίλων του συνοικισμού. Εκεί στο Φράξο.
Στο αναμένο τζάκι κρέμονταν απ' την κρεμοστάλα η μαυρισμένη κατσαρόλα με τ' αρβάλι. Τ' άγρια χόρτα χόχλαζαν κι' έσβυναν τη φωτιά.Απ' τις αραχνιασμένες γριντιές πάνω ρίχναμε τριχιά πλεχτή και κάναμε κούνια. Και πιο κει η αρμάθα με τα σκόρδα και τα ξερά κρεμμύδια κρεμασμένα. Ίσως και για τον αβασκαμό.Στο κατώι ξεγένναγαν οι κατσίκες, κι απ' τα ξύλινα πατώματα που είχαν ένα δάχτυλο κενό ανάμεσά τους αναδύονταν βαριά μυρωδιά απ' την κοπριά.
Κι εμείς χανόμασταν κάτω απ' το τραγομαλίσιο χιράμι και κάναμε ζεστή φωλιά. Όλη τη νύχτα κάτω απ' το χαμηλωμένο φυτίλι του λυχναριού λέγαμε το Πάτερ ημών πολλές φορές γιατί το είχαμε για μάθημα στα θρησκευτικά την επομένη. Κι αν δεν το ξέραμε ο χάρακας θα πεφτε όρθιος στα τρυφερά μας χέρια απ' τον δικό μου πατέρα που σαν δάσκαλος όλων μού δινε τις περισσότερες. Κι' εγώ έκλαιγα μ' αναφιλητά και σκούπιζα τα μάτια μου με το μανίκι της βρώμικης μπλούζας μου.
Το πρωί σα χάραζε η αυγή πηγαίναμε στον τσάρκο με τα νεογέννητα κατσικάκια τα χαϊδεύαμε τρυφερά, φέρναμε την ανάσα τους κοντά στα κρύα μάγουλά μας για να χαρούμε τις νέες ζωές που ήρθαν μεσ' στο σκοτάδι. Από κει τρέχαμε κάτω απ' τα βρεγμένα δέντρα να δούμε αν στις παγίδες (τσόπνες) πού χαμε στήσει από βραδύς είχε πιαστεί κανένα κοτσύφι και φεύγαμε ποδοβολητό για να περάσουμε το ρέμα να μουσκέψουμε τα παπούτσια μας και τις μάλλινες κάλτσες για να κρυώσουμε. Να σηκώσουμε πυρετό και να μην πάμε σχολείο.
Τι καλά που είμασταν κι όταν είχα σχόλη έφευγα για να περάσω το γεφύρι του Γκόγκου και να πάω στο χωριό του πατέρα μου το Μιχαλήτσι.
Εκεί στο πατρικό που είχε στην αυλή η γιαγιά μου πράσινο καριοφίλι φυτεμένο.
Μας περίμενε ακουμπισμένη στο πρέκι της πόρτας με το μαύρο μαντήλι στα μαλλιά της και τη κεντητή ποδιά ζωμένη στη μέση.
Αγκάλιαζε πρώτα τον πατέρα μου καθώς της έλεγε «ήρθα μάνα...». «Καλιώρασ' Πέτρο μ' με τα τσουπριάσ...». Η τρυφερή στιχομυθία καταγράφηκε στην ψυχή μου και νοιώθω μια αγαλλίαση και μια ηρεμία.
Και σαν προχωράγαμε στο εσωτερικό του λιθόκτιστου σπιτιού πίσω απ' το διπλωμένο κουρέλι που ήταν χάμω είχε το στρογγυλό βαρελάκι με μπρούσκο κρασί. Κάπως ανάμερα να μην το βλέπει αχτίδα ' ήλιου και ξινίσει.
Κι απ' τη γωνιά που είχε με τη γάτρα σκεπασμένο το χαλκωματένιο ταψί έρχονταν η μυρωδιά απ' το ψητό κατσίκι με τα λάπατα και τις λοβοδιές πού χε μαζέψει τα χαράματα με τη δροσιά απ' τον κήπο πριν βγει ο ήλιος. Εστρωνε την τάβλα με γιορτινό μεσάλι και μας μάζευε όλους. Ήταν τα καλύτερα γεύματα και δείπνα μου. Και σαν κοιμόμασταν όλοι στον οντά στρωματσάδα στο πάτωμα τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο ξύλινο ολοκέντητο ταβάνι.
Εκεί άφησα τα όνειρά μου τα παιδιάστικα.
Και τώρα πλανιέμαι συνειδητά για να ηρεμώ κι αφού μου κάνει καλό θυμάμαι και νοσταλγώ.
Αν έχω ξεχάσει κάτι βασικό είναι γιατί τα μάτια μου κλαιν από χαρά που ακόμα μπορώ και ταξιδεύω απόψε και πάντα μαζί σου καλέ μου αναγνώστη εκεί που ο Θεός κατοικεί.
Στο χωριό που έχει νερά κρουσταλλένια και γάργαρα σκύβουν οι διψασμένοι και πίνουν.
Αλλά κι' οι οδοιπόροι της ζωής θα βρουν τη χαρά κάπου εκεί στη σκιά ενός γέρικου έλατου αν έχουν ζήσει κι' αγαπήσει αυτόν τον τόπο.
Θα σας βρω όλους εκεί σαν κοπάσει ο αέρας και περάσει τούτος ο χειμώνας πού ναι τόσο βαρύς.
Θε να ρθει η άνοιξη πιο ζεστή και λαμπερότερη απ' την προηγούμενη. Γιατί θέλω να πιστεύω πως πρέπει να ζούμε μ' αυτή την ελπίδα και το όνειρο πως τα σημάδια και τα πρέπει που γράψαμε με κιμωλία στους μαυροπίνακες των πέτρινων σχολείων που υπήρξαν κοιτίδα της γνώσης και της ηθικής δεν σβήστηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Σαν βρούμε το ξεχασμένο εισιτήριο επιστροφής μεσ' την τσέπη βαθειά του παλιού μας μπουφάν και ισχύει ακόμα, τη διαδρομή θα την κάνουμε για να συνταχτούμε όλοι αντάμα. Τότε θα γράψουμε με κεφαλαία καλλιτεχνικά γράμματα. Πράμαντα σ' αγαπάμε και πονάμε. Ευχή όλων είναι ν' ανταμώσουμε εκεί που οι μαχαλάδες κι οι ρούγες είναι γνώριμες σε μας.
Κι αν θυμάσαι σε μια αλάνα πάνω στο τελείωμα του ομαδικού παιχνιδιού συγκεκριμένα του κρυφτού έπεσες καλή μου στα βάτα κι' η χελώνα βγήκε απ' το καταφύγιο της.
Πρόσεξα πως απ' το γρατσουνισμένο σου γόνατο έσταζε αίμα. Και το χώμα βάφτηκε κόκκινο. Τότε μεσ' τον πανικό μας έβγαλα την κορδέλα απ' τα μαλλιά μου και σού κλεισα την πληγή.
Τώρα ξέρω πως κάπου σ' αυτή την κρυψώνα καταθέσαμε την ψυχή μας και την κρύψαμε μεσ' τα βάτα και τ' αγριολούλουδα.Κι' αν τα κρίνα κι οι πασχαλιές που τά χαμε βάλει στο άδειο βαζόγαλο δεν έχουν μαραθεί θα τα κάνουμε φωτοστέφανο να στολίσουμε την εικόνα της Αγίας Παρασκευής για να ναι πιο όμορφη.
Και τούτη την ώρα που τελειώνω την περιπλάνησή μου θα θελα να μουν εκεί σ' αυτόν τον ιερό χώρο ν' αποθέσω δυο κόκκινα γαρύφαλλα στο σεπτό σου σώμα αγαπημένε κι αείμνηστε χωριανέ Χρήστο που διάβηκες απ' τη ζωή αθόρυβα και άφησες κενό το δεξιό ψαλτήρι της εκκλησίας μας που την υπηρέτησες χριστιανικά μια ολάκερη ζωή.
Θα λείψεις σε όλους εμάς που σ' αγαπήσαμε. Το άρθρο μου αφιερωμένο στη μνήμη σου μιας κι αυτή την ώρα μεσ' τ' άγρια μεσάνυχτα έμαθα το μαντάτο.Ας ήμουν κάπου εκεί κοντά στους δικούς σου να τους σφίξω το χέρι. Η Αγία Παρασκευή να τους παρηγορεί.
Κι η περιπλάνησή μου τελειώνει δώ.
Κατερίνα Π. Κωστούλα – Μίχου
Άγιος Θωμάς Πρεβέζης