Είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε αυτό το πορτοκαλί μαγαζάκι να προσπαθούμε να κρατήσουμε τα μάτια στη μπίλια κι όχι στις ανακοινώσεις του κρουπιέρη, καθώς σήμερα όλοι έχουμε καταλάβει πως ο κρουπιέρης μπορεί να λέει μαύρο τη στιγμή που η μπίλια έχει καθίσει στο κόκκινο.
Στην τρίτη συνέχεια (πρώτο μέρος πώς να γίνετε πλούσιοι χωρίς χρήματα the greek way, 2ο Eat That) της σαπουνόπερας που ονομάζεται το τέλος του παιχνιδιού ή μαζί τα φάγαμε θα ασχοληθούμε με μία ακόμα τέτοιου είδους αντινομία. Βασικό μοτίβο της φιλελεύθερης προπαγάνδας από τη θάτσερ, μέχρι τον τελευταίο πρόεδρο επιμελητηρίου και υιό υπουργού της δικτατορίας είναι η σκληρή δουλειά. Σύμφωνα με το φιλελευθερισμό, για να προκόψεις χρειάζεται σκληρή δουλειά. Δεν είναι δυνατό σου λέει να βγαίνεις στη σύνταξη στα 50-55 σου, δεν γίνεται να έχεις υψηλούς μισθούς χωρίς ανάλογη “παραγωγικότητα”. Για να το θέσω στο πιο αφαιρετικό επίπεδο, το δόγμα λέει: “δεν υπάρχει δωρεάν γεύμα”.
Σήμερα θα προσπαθήσω να δείξω πως αυτό το μαύρο ήταν στην ουσία κόκκινο. Πως παρότι η σκληρή δουλειά προπαγανδίζεται ως το μόνο μέσο για την επιβίωση και την επιτυχία, την ίδια στιγμή το ίδιο σύστημα έπαιρνε αποφάσεις προς ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση. Και πως η κοινωνία όχι μόνο αντιλήφθηκε αυτή την αντινομία, αλλά προσαρμόστηκε σε αυτή, αντέδρασε και δημιούργησε νέα πρότυπα. Τα οποία σήμερα οι φιλελεύθεροι μας τα δείχνουν ως απόδειξη πως το δόγμα τους είχε δίκιο.
Στο σταυροδρόμι της ιστορίας (γκαγκάν)
Μην αγχώνεστε, δεν εννοώ το δημοψήφισμα, είπα να ξεκινήσουμε με ένα μικρό παλιό αδιέξοδο. Οι αρχές της δεκαετίας του 80 ήταν αρκετά αμήχανες για τους νέους πάπες της οικονομικής ορθοδοξίας. Από τη μία ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να υποχωρεί μετά το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ και τη χαλάρωση του ΟΠΕΚ, αλλά από την άλλη τα οικονομικά μέτρα της θατσερικής αγγλίας που προσυπέγραψε ο ίδιος ο εκπρόσωπος του θεού στη γη (για τον φρίνταμν λέμε) απέτυχαν παταγωδώς. Η ακραία αποβιομηχάνιση της αγγλίας δεν έδειχνε να απελευθέρωνε τις οικονομικές δυνάμεις από τις παλιές και μη ανταγωνιστικές χαλυβουργίες προς αναζήτηση νέων γενναίων ευκαιριών. Και μεταξύ μας δεν τις απελευθέρωσε γιατί δεν υπήρχαν. Έτσι το κεφάλαιο έπρεπε να βρει άλλους τρόπους να γίνει αποδοτικό. Η πτώση του επιπέδου των μισθών είναι πάντα προσφιλής και εύκολη τακτική μείωσης του κόστους, αλλά ήταν πολιτικά αντιδημοφιλής στα πλαίσια που ακόμα είχαμε αυτές τις καταραμένες δημοκρατίες.
Τι καλύτερος τρόπος λοιπόν από το να εντείνουμε αυτή την ανάγκη για μείωση στους μισθούς. Διότι οι περικοπές μισθών δεν θα έψηναν κανένα, όσο ωραία κι αν τις πλάσαραν. Η απελευθέρωση του εμπορίου όμως ποιον θα πείραζε? Δεν είναι καλό πράγμα η απελευθέρωση βρε παλιοφασίστες?
Κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η μαζική μεταφορά της παραγωγής από την ακριβή δύση στο φθηνό νότο και την ακόμα φθηνότερη ανατολή. Η αρχή έγινε με τα λεγόμενα αγαθά εντάσεως εργασίας. Ρούχα, υφάσματα, παπούτσια όπου οι εργατο-ώρες που χρειάζονται για να παραχθούν αποτελούν σημαντικό μέρος του συνολικού κόστους. Δυτικά κεφάλαια έστηναν δυτικά εργοστάσια στο μεξικό, έφτιαχναν παπούτσια με φθηνά, μαυριδερά, αναλώσιμα, μπάσταρδα μεξικανάκια που μετά πωλούνταν στη δύση από τα ίδια δυτικά brand names κρατώντας σχεδόν όλη την επιπλέον υπεραξία (κέρδος) από τις μειώσεις του κόστους.
Αυτή η διαδικασία πέτυχε 3-4 στόχους ταυτόχρονα. Από τη μία μείωσε τη ζήτηση εργατών στη δύση και άρα αύξησε την ανεργία. Η ανεργία πίεζε για χαμηλότερους μισθούς (λόγω των νέων συνθηκών) και ταυτόχρονα -από την άλλη- η πτώση της τιμής των παπουτσιών λόγω των φθηνών εργατικών χεριών έκανε τα παπούτσια πιο προσβάσιμα στους φτωχότερους (λόγω χαμηλότερων μισθών) δυτικούς. Στο ενδιάμεσο φυσικά η Nike (δηλαδή το κεφάλαιο) κράταγε ένα ωραίο φιλετάκι κερδών για πάρτη του το οποίο μέσω φορολογικών παραδείσων και άλλων περίπλοκων διαδρομών προσπερνούσε την υψηλή φορολογία των δυτικών χωρών.
Σαν να μην έφτανε αυτό, τα δυτικά κεφάλαια προστατεύονταν από τον ανταγωνισμό των φθηνών χωρών που θα μπορούσαν να φτιάχνουν και να προωθούν τα δικά τους παπούτσια (και που δοκίμασαν να το κάνουν στις δεκαετίες του 50-60 μέχρι την πολύ βολική πετρελαϊκή κρίση που τους κατέστρεψε).
Μετά το τέλος της ιστορίας το 1990 αυτή η διαδικασία έγινε ανεξέλεγκτη. Ξαφνικά δεν υπήρχαν όρια και χώρες όπου το δυτικό κεφάλαιο δεν είχε πρόσβαση. Τα σύνορα για τα αγαθά και το κεφάλαιο (όχι όμως και για τους εργαζόμενους) άνοιξαν σχεδόν παντού. Όμως η μηχανή της καπιταλιστικής ευτυχίας είχε -τι περίεργο- ένα προβληματάκι. Ο ρυθμός με τον οποίο μεταφέρονταν επιχειρήσεις στις φτωχές χώρες και η αντίστοιχη πτώση της ζήτησης της εργασίας στη δύση ήταν μεγαλύτερος από το κέρδος που είχαν οι δυτικοί από τα φθηνότερα προϊόντα. Για να μπαλωθεί αυτή η ανισορροπία οι νεο-φιλελεύθεροι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τι άλλο? Το δανεισμό….
Περάστε κόσμε, πολλά βάζετε, πολλά χάνετε.
Η αύξηση του δανεισμού ή αλλιώς η πιστωτική επέκταση ή αλλιώς το τύπωμα χρήματος από τις τράπεζες είναι ένα περίεργο φρούτο. Για αρχή δεν είναι τυχαία και δεν καθορίζεται από κάποια αφηρημένη “αγορά”. Κατά δεύτερο όπως κάθε τύπωμα δημιουργεί πίεση στις τιμές να ανέβουν. Περισσότερα χαρτάκια κυνηγάνε τα ίδια ή λίγο περισσότερα αγαθά. Αλλά η αύξηση των τιμών ονομάζεται αλλιώς και πληθωρισμός, σωστά? Όχι πάντα, κι εδώ οι φιλελεύθεροι παράτησαν τα οικονομικά που έτσι κι αλλιώς δεν τους έβγαιναν και το έριξαν στην ταχυδακτυλουργική.
Όταν οι τιμές αυξάνονται ο κόσμος το νιώθει στο πετσί του. Ειδικά όταν τα εισοδήματά τους (δηλαδή κατά βάση ο μισθός στον περισσότερο δυτικό κόσμο) παραμένει σταθερός ή μειώνεται όπως είπαμε πως συνέβαινε. Το παραπάνω χρήμα που πρόσφερε η πιστωτική επέκταση αύξησε τη ζήτηση και πίεζε τις τιμές προς τα πάνω, αλλά ταυτόχρονα αυτό αντισταθμίστηκε από την πτώση των τιμών λόγω της μεταφοράς της παραγωγής σε φθηνότερες χώρες. Οι τιμές πολλών από τα προϊόντα που μετρούσε ο πληθωρισμός μειώνονταν παρά το γεγονός πως το φρέσκο χρήμα αύξανε τη ζήτηση. Τα παπούτσια κόστιζαν πια πολύ λιγότερο απ’ ότι 10 χρόνια πιο πριν και άρα πίεζαν τον πληθωρισμό προς τα κάτω. Την ίδια στιγμή, όσοι είχαν δουλειά (γιατί η ανεργία αυξανόταν σταθερά) ένιωθαν πιο πλούσιοι παπουτσικώς μιλώντας. Διότι είναι σίγουρο πως σήμερα με το βασικό μισθό μπορώ να αγοράσω περισσότερα ζευγάρια παπούτσια απ’ ότι μπορούσα να αγοράσω με το βασικό μισθό του 1980. Άρα στο επίπεδο των παπουτσιών ο βασικός μου μισθός αξίζει περισσότερο. Άρα έγινα πιο πλούσιος? (θα θέλατε, αλλά βάλτε ένα το κρατούμενο).
Όλο αυτό το αποπληθωριστικό εφέ που δημιούργησε η πτώση της παραγωγής και των τιμών στη δύση θα έπρεπε να εμφανιστεί κάποια στιγμή στο ΑΕΠ. Αν συνέβαινε αυτό, οι δυτικοί ψηφοφόροι θα καταλάβαιναν και με απλό τρόπο πως το παιχνίδι δεν ήταν υπέρ τους. Εκεί μπήκαν πολύ βολικά στο παιχνίδι οι τράπεζες που ξεκίνησαν αυτό το σχεδόν 20ετές φούσκωμα των δυτικών οικονομιών μέσω του δανεισμού. Αλλά όχι οποιουδήποτε τυχαίου δανεισμού.
Οι επιχειρήσεις των οποίων τα κέρδη ανέβαιναν λόγω της τράμπας με τις φτωχές χώρες είχαν τεράστια πρόσβαση σε δανεισμό. Τόσο τεράστια που από ένα σημείο και πέρα συμπεριφέρονταν σχεδόν και οι ίδιες ως τράπεζες. Κι αυτό τους έδωσε επιπλέον ώθηση να εμφανίσουν μεγαλύτερα κέρδη.
Και οι ιδιώτες απέκτησαν τεράστιες δυνατότητες δανεισμού. Αλλά σε αντίθεση με το αλεύρι αυτός ο δανεισμός δεν ήταν για όλες τις χρήσεις:
Ήθελες να παίξεις στο χρηματιστήριο που ανέβαινε χωρίς να διαθέτεις το απαραίτητο κεφάλαιο, ευχαρίστως να σου δανείσουμε. Επρόκειτο άλλωστε για μια λαμπρή επενδυτική ιδέα που είχε ιδιαίτερη επιτυχία στη δεκαετία του 1920, αλλά εγκαταλείφθηκε μετά από μερικά ατυχή γεγονότα το 1929. Ξαναήρθε με φόρα τη δεκαετία του 80 και απογειώθηκε με τα διάφορα σύνθετα προϊόντα την τελευταία δεκαετία. Ας πούμε ένας τυχαίος παίκτης με 20.000 ευρώ στην τράπεζα μπορούσε να δανειστεί μέχρι και 600-800.000 ευρώ για να ποντάρει στις αγορές (on margin που λένε στην αργκό).
Ήθελες να αγοράσεις σπίτι? Ευχαρίστως να σου δανείσουμε 350.000 ευρώ που δύσκολα θα βγάλεις στη ζωή σου.
Ήθελες να αγοράσεις αυτοκίνητο? Ναι μάλιστα, αλλά μην το παρακάνεις κιόλας, 50.000 καλά είναι?.
Ήθελες να αγοράσεις παπούτσια? Εντάξει ρε μεγάλε να αγοράσεις παπούτσια αλλά πάνω από 10.000 δεν σου δίνουμε και πάλι θα πρέπει να μας δείξεις πώς θα τα αποπληρώσεις.
Ήθελες να έχεις απλά πιστωτική? Χμμμ 3.000 ευρώ καλά δεν είναι?
Νομίζω μπορείτε να παρατηρήσετε το μοτίβο. Υπάρχουν μερικές κατηγορίες αγορών όπου οι τράπεζες μπορούσαν να σου δανείσουν απιθανο-εκατομμύρια την ίδια στιγμή που σε άλλες κατηγορίες ήταν ιδιαίτερα μαζεμένες. Άρα οι τράπεζες δάνειζαν (δηλαδή τύπωναν παραπάνω χρήμα) με ένα σταθερό μοτίβο. Τι δημιουργεί αυτό? Μια ανισορροπία στον ρυθμό αύξησης των τιμών, καθώς αυτά τα νέα χαρτάκια δεν κυνηγάνε εξίσου όλα τα αγαθά.
Ο ίδιος άνθρωπος μπορούσε να πάρει 600.000 ευρώ σε νέα χαρτάκια για να ποντάρει υπέρ της καρδασιλάρης ΑΕ (και της Apple Inc αν θέλετε), αλλά μπορούσε να πάρει “μόλις” 350.000 ευρώ για να αγοράσει ένα σπίτι, “μόλις” 50.000 ευρώ για να πάρει μια κούρσα και να έχει όριο στην κάρτα του μόλις 3.000ευρώ. Ταυτόχρονα ο μισθός του παρέμενε αξιοπρεπής στα 1,500ευρώ το μήνα. Αλλά έχει πια σημασία?
Αυτή την ανισορροπία στις τιμές οι φιλελεύθεροι οπαδοί του τέλους της ιστορίας την ονόμασαν αύξηση του πλούτου, ανάπτυξη ή ό,τι άλλο θέλετε όταν στην ουσία δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η αύξηση των τιμών (άρα πληθωρισμός) συγκεκριμένων αγαθών της οικονομίας*. Γιατί όμως εμείς φάγαμε τον χάπακο και πιστέψαμε πως όλο αυτό είναι ανάπτυξη? Μα γιατί τη βλέπαμε να συμβαίνει, κι αυτό οφειλόταν στην ανισορροπία. Όταν οι τιμές των μετοχών στο χρηματιστήριο διπλασιάζονταν, εμείς μπορούσαμε να αγοράσουμε διπλάσια παπούτσια, γιατί οι τιμές των παπουτσιών δεν αυξάνονταν με τον ίδιο ρυθμό. Όταν δίναμε αντιπαροχή το οικοπεδάκι της γιαγιάς στην καισαριανή που πριν 10 χρόνια δεν άξιζε τίποτα ως προσφυγικό γκρεμίδι με αυλούλα, γινόμασταν ειλικρινώς πλούσιοι, διότι τα 500-600.000 ευρώ που θα παίρναμε από τις φουσκωμένες τιμές των διαμερισμάτων δεν επρόκειτο ποτέ να τα δούμε από το μισθό μας. Όταν το σπίτι που αγοράσαμε τη δεκαετία του 80 στο εξωτικό τότε χαλάνδρι έφτασε να “αξίζει” 300.000 ευρώ, φυσικά και αντιμετωπίζαμε τον κόσμο πιο χαλαρά και παίρναμε αυτό το επισκευαστικό δάνειο για να στείλουμε τα παιδιά να σπουδάσουν στην αγγλία με χαμηλό επιτόκιο, μια συνήθεια που ήταν αδιανόητη πριν το 1990 αν η οικογένειά δεν άνηκε σε αρκετά υψηλή εισοδηματική κλίμακα.
*εδώ να πούμε μόνο για την πληρότητα της συζήτησης πως η αύξηση των τιμών δημιούργησε μια δική της ζήτηση. Τα ακριβότερα σπίτια οδήγησαν κάποιους κατασκευαστές να φτιάξουν καινούργια, άρα είχαμε και ανάπτυξη. Αλλά αυτή η ανάπτυξη ήταν ελάχιστη εμπρός στο φούσκωμα που συνέβη, πόσω μάλλον που οδήγησε σε υπερεπένδυση στα αγαθά αυτά (τα σπίτια πχ), με αποτέλεσμα η επιπλέον ωφέλεια σε αυτή την επένδυση να είναι μηδενική αν όχι αρνητική.
Γιαυτό και έχουμε σήμερα 300.000 άδειες νεόδμητες κατοικίες και 85% ιδιοκατοίκηση. Δηλαδή περισσότερα σπίτια απ’ όσα χρειαζόμαστε.
Η απονομιμοποίηση της εργασίας
Όλο αυτό δεν ήταν μόνο ένα καθαρό οικονομικό παιχνίδι που εξελισσόταν σε μια γυάλα ενός εργαστηρίου. Όλες αυτές οι οικονομικές αποφάσεις είχαν σαφή αντίκτυπο στην κοινωνία. Άρα σε όλη αυτή τη μακρά διαδικασία η κοινωνία κατάλαβε πολύ καλά ένα πράγμα. Πως η αξία της εργασίας στη δύση μειωνόταν συνεχώς. Τόσο από τη μεταφορά της παραγωγής στις φτωχές χώρες, όσο και από το ακατάσχετο φούσκωμα που δημιουργούσε το τύπωμα χρήματος που ονομάζαμε πιστωτική επέκταση. Όσο απομακρυνόμασταν από το 1990, τόσο γινόταν και πιο σαφές ότι η σκληρή δουλειά που κήρυτταν οι φιλελεύθεροι και η ανταπόδοση της ήταν δύο άσχετα μεταξύ τους πράγματα. Αυτή η απαξίωση ήταν μεγαλύτερη σε χώρες που είχαν εγκαταλείψει ή μεταφέρει την παραγωγική τους δραστηριότητα αλλού, όπως οι ΗΠΑ, η ελλάδα, η βρετανία, ενώ αντίθετα παρέμενε πιο σταθερή κοινωνική αξία σε χώρες που συγκράτησαν τον παραγωγικό τους ιστό όπως η γαλλία και η γερμανία.
Τα οικονομικά παραδείγματα ήταν ξεκάθαρα για όλους. Μέσα σε 1-2 χρόνια σ’ ένα ανοδικό χρηματιστήριο μπορούσες να βγάλεις περισσότερα χρήματα απ’ όσα θα έβγαζες σε ολόκληρο τον εργασιακό σου βίο. Το γκρεμίδι της γιαγιάς που λέγαμε στην καισαριανή θα σου έδινε 600.000 ευρώ, ένα ποσό που λίγοι μπορούν να ελπίζουν πως θα βγάλουν από την εργασία τους. Το διαμέρισμα των 250.000 ευρώ που θα αγόραζες από τον τύπο με το γκρεμίδι της γιαγιάς στην καισαριανή κόστιζε περισσότερο από τα χρήματα που θα αποταμίευες σε 30 χρόνια. Μια start-up που θα κατάφερνες να βάλεις στο χρηματιστήριο έστω και εξαπατώντας τους επενδυτές είχε εξασφαλίσει εσένα και άλλες τρεις γενιές της οικογένειάς σου. Σιγά σιγά λοιπόν το να εργάζεσαι άρχισε να γίνεται ακόμα πιο αδιάφορο για το πόσο πλούσιος ήσουν. Αντίθετα ένα γκρεμίδι, ένας ξάδερφος σε χρηματιστηριακή με κονέ, μια θέση στο famestory, μια κληρονομία που δεν φορολογούνταν πια ή ένα παραλιακό χωράφι από τον νησιώτη παππού ήταν αρκετοί λόγοι για να ξεπεράσουν σε αμοιβές ακόμα και τον πιο σκληρά εργαζόμενο υπάλληλο.
Σπίτι δεν θα αγόραζες ποτέ με τα χρήματα που έβγαζες από την εργασία σου. Μόνο με ένα δάνειο από την οικεία τράπεζα.
Mε νέα ενισχυμένη σύνθεση γαλάζιων και λευκών κόκκων.
Αυτή η τάση κυριαρχούσε σε όλο το δυτικό κόσμο, οπότε δεν μιλάμε για μια ελληνική ιδιαιτερότητα. Οι έλληνες όμως ήταν λίγο περισσότερο ευνοημένοι. Όχι φυσικά όλοι. Πάντα οι πιο παλιοί και οι αγαπημένες μας οικογενειακές σχέσεις. Ο οικογενειακός πλούτος που αποτελούνταν συνήθως από γη και σπίτια ανέβαινε σε “αξία”. Αυτό έδεσε ακόμα περισσότερο τους έλληνες στο άρμα του νέου παραδείγματος, αλλά ταυτόχρονα κλείδωνε και βάθαινε τις ανισότητες. Αυτοί που είχαν σπίτια ή/και γη ήταν οι κατά τεκμήριο πιο ευεργετημένοι των προηγούμενων ετών και ήταν αυτοί που επωφελήθηκαν από αυτό τον ιδιότυπο πληθωρισμό που περιγράψαμε παραπάνω. Ο πλούτος έγινε περισσότερο κληρονομική υπόθεση και λιγότερο υπόθεση ικανότητας ή δουλειάς. Και οι παλιότεροι για μια ακόμη φορά επωφελήθηκαν. Το ίδιο συνέβη και με το χρηματιστήριο, μόνο που δεν ήταν πολλοί οι έλληνες που να διέθεταν μια επιχείρηση που θα μπορούσε να εισηχθεί στο ΧΑΑ. Αντιθέτως, πριν ξεκινήσει η πιστωτική επέκταση, ήδη το 65% των ελλήνων έμενε σε ιδιόκτητο σπίτι. Κι αυτό έδωσε -και δίνει ακόμα- σημαντική νομιμοποίηση σε όλους αυτούς που θέλουν να κρατήσουν αυτό το παράλογο καθεστώς όπως έχει. Οι ιδιοκτήτες δεν ήταν μια μικρή τάξη ανθρώπων, αλλά μια αρκετά απλωμένη κατηγορία που έπιανε λογιών λογιών κοινωνικές ομάδες.
Ταυτόχρονα η είσοδος μεταναστών στη χώρα επέτρεψε τη δημιουργία μιας εργατικής τάξης χωρίς πολιτικά δικαιώματα η οποία λειτουργούσε λίγο πολύ σε ένα ημιπαράνομο καθεστώς. Αυτό έριξε το κόστος παραγωγής σε αρκετά σημαντικό βαθμό, αρχικά στην αγροτική παραγωγή και αργότερα στις κατασκευές. Μάλιστα σε αυτό το προλεταριάτο θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αρκετά σημαντικό μέρος της πτώσης του πληθωρισμού που μας έβαλε στο ευρώ. Ο πληθωρισμός και το έλλειμμα ήταν τα βασικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την είσοδό μας στο ευρώ (το χρέος βολικά “ξεχάστηκε” για όλους τους υποψήφιους). Το πρώτο έπεσε με τους μετανάστες και τη σκληρή δραχμή και το δεύτερο κρύφτηκε με τα γνωστά δομημένα της gsachs για τα οποία ήταν φυσικά ενήμερη όλη η ευρώπη.
Ας επιστρέψουμε όμως στους μετανάστες. Οι μετανάστες έριξαν το κόστος σε ένα μεγάλο εύρος κυρίως χειρωνακτικών εργασιών επιτρέποντας στους ντόπιους να νιώσουν ακόμα πιο πλούσιοι με την αγοραστική τους δύναμη. Ξαφνικά μπορούσες να έχεις “γυναίκα στο σπίτι” κάθε βδομάδα, “γυναίκα στο κρεβάτι” σλαβικών προδιαγραφών αλά καρτ, αγροτικό εργάτη, υδραυλικό, μπογιατζή και χτίστη σε τιμές που δεν μπορούσες να διανοηθείς. Υπάρχουν πολλοί που λένε πως οι μετανάστες έκαναν δουλειές που οι έλληνες δεν ήθελαν να κάνουν. Αυτό όμως είναι εν μέρει σωστό. Διότι πριν έρθουν οι μετανάστες, συνέχιζαν να υπάρχουν “γυναίκες για το σπίτι”. Μόνο που ήταν αρκετά πιο ακριβές. Άρα οι χαμηλές τιμές που ζητούσαν οι αλβανοί δημιούργησαν μεν μεγαλύτερη ζήτηση (σου έφταναν τα χρήματα για 2 φορές το μήνα, εκεί που πριν σου έφταναν για 1), αλλά σε τελική ανάλυση ο ντόπιος που έκανε τη δουλειά σταμάτησε να την κάνει σε τόσο χαμηλές τιμές. Άρα στην ουσία η εργασία για τους ντόπιους μειώθηκε αν δεν εξαφανίστηκε σε ορισμένες κατηγορίες.
Στην ουσία οι μετανάστες “έκλεψαν” κι αυτοί δουλειές από τους ντόπιους με παρόμοιο τρόπο με τον οποίο είχαν ήδη κάνει οι “συνάδελφοί” τους στην τουρκία, την κίνα ή το μπαγκλαντές κατά τη μεταφορά της δυτικής παραγωγής σε αυτές τις χώρες.
Έτσι σταδιακά δημιουργήθηκε ένα πλαίσιο όπου εσύ ένιωθες πολύ γαμάτος και μεσοαστός, αλλά ταυτόχρονα οι διαθέσιμες εργασίες “του επιπέδου σου” είχαν περιοριστεί σημαντικά. Εργασιακές διέξοδοι και άλλες δυνατότητες οικονομικής κινητικότητας που να ισχύουν τουλάχιστον σε κάποιο μαζικό βαθμό άρχισαν να σπανίζουν. Ο ιδιωτικός τομέας απορυθμιζόταν όλο και περισσότερο (ιδίως εις βάρος των νεότερων) και έκανε την εργασία όλο και πιο επισφαλή. Ο δημόσιος τομέας πρόσφερε εργασιακή ασφάλεια άλλα μόλις την τελευταία 10ετία πρόσφερε και καλύτερους μισθούς (τουλάχιστον για κάποιους από αυτούς). Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια βλέπαμε αυτή την “παράλογη” έλξη των νέων προς το δημόσιο τομέα. Σχολές που κάποτε θεωρούνταν ο κατιμάς των πανελληνίων (όπως οι αστυνομικές σχολές) ανέβηκαν στα ύψη μόνο και μόνο επειδή εξασφάλιζαν εργασία. Στην ελλάδα δεν είχε μείνει άλλος εργοδότης ικανός να προσφέρει τέτοια εργασιακή ασφάλεια, αφού οι τράπεζες και οι τηλεπικοινωνίες σταμάτησαν τις αθρόες προσλήψεις χοντρικά μετά το 2004. Το ίδιο φρένο έβαλε και το δημόσιο σταδιακά αν εξαιρέσεις την αστυνομία. Ήδη πια στο 2007 έχουμε τους βουλευτές της ΝΔ να παραπονιούνται πώς μόνο stage προσφέρει το μαγαζί ως πελατειακό αντάλλαγμα και οι ψηφοφόροι δεν τσιμπάνε τόσο.
Οι νέοι λοιπόν δεν ξημεροβραδιάζονταν στις καφετέριες τόσο από μια ηθική κατάπτωση της εποχής μας, όσο από μια κοινωνική “αναγκαιότητα”. Το 2002 δεν ήταν κοινωνικά πια τόσο οκ να πας σ’ ένα νησί το καλοκαίρι για να μαζεύεις ποτήρια ή να πας στο χωριό για να μαζέψεις πορτοκάλια και ταυτόχρονα δεν ήταν και οικονομικά τόσο οκ καθώς αυτές τις δουλειές τις έκαναν οι ξένοι προλετάριοι χωρίς δικαίωμα ψήφου (και μερικές ακόμα ιδιαιτερότητες που έριχναν την τιμή). Ταυτόχρονα δεν υπήρχαν αρκετές μεσοαστικές εργασίες που θα μπορούσαν να απορροφήσουν τους σε μεγάλο βαθμό αποφοίτους πανεπιστημίου νέους, με αποτέλεσμα να αρχίσουν όλοι να στριμώχνονται στις υπηρεσίες γραφείου δημόσιες ή ιδιωτικές, ρίχνοντας κι εκεί τις τιμές. Στις μεν δημόσιες με πιο υπόγειους τρόπους (ασφάλιση στο ΙΚΑ, συμβασιούχοι, ωρομίσθιοι, stagiers κ.λπ.), στις ιδιωτικές πιο άμεσα και εμφανώς (μπλοκάκια, 12μηνες συμβάσεις, απλήρωτες μαθητείες κ.λπ.). Κι ανάμεσα σε αυτή τη μετακίνηση συναντήσαμε μετά από μερικά χρόνια το παράδοξο οι χειρώνακτες μετανάστες να αμείβονται καλύτερα από τα νεαρά φυντάνια των ντόπιων που για λόγους κοινωνικού ταμπού δεν δέχονταν εύκολα να μεταπηδήσουν ξανά στις δουλειές που είχαν “καταλάβει” οι μετανάστες (από PR στο WC?).
Γιατί όμως οι εργατικοί μετανάστες δεν ξεπέρασαν τους “τεμπέληδες” ντόπιους? Μα διότι όπως περιγράψαμε πιο πριν, η οικονομική ανισότητα δεν βασιζόταν πια τόσο στις αμοιβές της εργασίας, αλλά στο μέγεθος της περιουσίας του καθενός. Κάτι που έκανε την εργασία ακόμα πιο αδιάφορη και τους μετανάστες να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση καθώς ήρθαν στην ελλάδα με μηδενική περιουσία. Τα διάφορα προσφυγικά γκρεμίδια που ήταν διάσπαρτα στις παρυφές της αθήνας ήταν το αντίστοιχο ενός οικογενειακού λόττο στο νέο καθεστώς. Το ίδιο ίσχυε και για τα γκρεμίδια στις τουριστικές περιοχές και για διάφορα άλλα assets.
Μπορούμε να φανταστούμε λοιπόν πως ανάμεσα σ’ ένα δικηγόρο που αμέσως μετά την άσκησή του έπαιρνε 400 ευρώ για να δουλεύει σαν σκυλί και το συμφοιτητή του που η μάνα του του είχε δώσει ένα μαγαζάκι να νοικιάζει και έπαιρνε 600ευρώ για να κάθεται μέχρι να βρει μια καλύτερη δουλειά υπήρχε μια σαφέστατη διάκριση επιτυχίας. Η οποία σίγουρα δεν ήταν υπέρ αυτού που εργαζόταν.
Όμως οι παραπάνω κινήσεις στην εργασία ήταν περισσότερο αμυντικές. Κανείς δεν ήλπιζε πραγματικά πως θα πιάσει την καλή επειδή θα γινόταν νηπιαγωγός στο δημόσιο ή θα κάνει εφημερίες σε ιδιωτικό νοσοκομείο για 1.100ευρώ. Ούτε καν να αγοράσει ένα σπίτι δεν μπορούσε να ελπίζει εύκολα με τις τιμές στα ύψη. Άρα παρότι αυτή η επίπλαστη “ανάπτυξη” άρχισε να χωλαίνει μετά τα πανηγύρια του 2004, δεν συνέβη το ίδιο με τα διάφορα αγαθά που οι τράπεζες συνέχιζαν να φουσκώνουν με ακόμα πιο έντονους ρυθμούς. Οι δουλειές δεν γίνονταν περισσότερες, τα σπίτια όμως συνέχιζαν να “ακριβαίνουν”. Κι αυτό έβαλε ένα ακόμα καρφί στη νομιμοποίηση της εργασίας. Διότι έκανε ακόμα πιο σαφές πως δεν υπήρχε διέξοδος να πιάσεις την καλή, πέρα από τους παλιούς κλασικούς τρόπους. Ή να κληρονομήσεις δηλαδή τα λεφτά ή να τα παντρευτείς ή να τα κλέψεις (νόμιμα ή μη). Γιαυτό και είδαμε ένα τεράστιο κύμα “νέων” πολιτικών που κρατούσαν το όνομα και το μαγαζί του μπαμπά και ένα άλλο μεγάλο κύμα “νέων” πολιτικών που εισήλθαν στην πολιτική με καλούς γάμους.
Εδώ και μερικά χρόνια το μοντέλο αυτό “ανάπτυξης” έχει καταρρεύσει και κανένας από τους παλιούς τρόπους που έδιναν χαρά και χαμόγελα δεν πρόκειται να δουλέψει. Οπότε δεν είναι ούτε θέμα πιστώσεων, ούτε φυσικά υπάρχει κάποιο θέμα έμφυτης τεμπελιάς των ελλήνων όπως μας κουνάνε το χέρι οι φιλελεύθεροι. Ήταν το ίδιο το σύστημα που οι ίδιοι έστησαν που έκανε την εργασία σχεδόν αδιάφορη για την επιβίωση ή την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών. Ήταν το ίδιο το σύστημα που μετέτρεψε την οικονομία σε ένα απέραντο mall το οποίο τώρα -άδειο πια- δεν έχει καμία δυνατότητα να παράγει “πλούτο”. Είναι το ίδιο μαγαζί του απέραντου ραντιερισμού που πριμοδοτεί διάφορους τύπους που έχουν πιάσει τα διόδια γωνία και κάνουν μη ανταγωνιστική ολόκληρη την οικονομία.
Και τώρα μας πλασάρουν τον ντόπιο αρχιτέκτονα αυτού του συστήματος για πρωθυπουργό σωτήρα χωρίς καν να μας δικαιολογούνται για όλη την ανωμαλία. Να λένε τουλάχιστον ότι, ρε παιδιά, ο άνθρωπος είναι καταπληκτικός, απλά έκανε ένα μικρό λάθος στο copy-paste από το μάνιουαλ του νεο-φιλελευθερισμού και δεν δούλεψε στο μαγαζί μας. Όχι. Θα συνεχίσει να σου κουνάει το δακτυλάκι πως η μπίλια έχει κάτσει στο μαύρο ενώ θα βλέπεις ξεκάθαρα πως είναι στο κόκκινο. Όσο του επιτρέπεις δηλαδή.
Ένα όνειρο έχω γι’ αυτά τα καθίκια. Να πεθάνουν σε βαθιά γεράματα από στεναχώρια σ’ένα δυάρι στην κυψέλη παίρνοντας το μίνιμουμ της εθνικής σύνταξης και η μόνη τους χαρά να είναι η εβδομαδιαία συνάντηση στο ΚΑΠΗ της γειτονιάς τους, ενθυμούμενοι το πώς διαφέντευαν κάποτε τη χώρα και τι αχάριστοι που είναι οι άνθρωποι που τώρα τους έχουν ξεχάσει και δεν τους άφησαν ούτε σέντσι από τις μυθικές τους περιουσίες που “παρανόμως” κατέσχεσε το νέο καθεστός.
ΠΗΓΗ TECHIECHAN