Στη γειτονιά μου έχουν εδώ και καιρό πεθάνει οι καλημέρες. Όλα κανείς περίμενε να συμβούν, όχι όμως να κοπεί και η καλημέρα από το στόμα του Έλληνα. Και προσοχή, δεν μιλάμε για τη δήθεν καλημέρα, αυτήν δηλαδή που τη λες από υποχρέωση με κάτω τα μούτρα ή από τύψεις γιατί η άλλη, η αληθινή δεν σου βγαίνει πια. Εννοούμε εκείνη που ενώ εκφέρεται, το στόμα, το πρόσωπο, τα μάτια συγχρονίζονται με τη λέξη και μια θετική ενέργεια κατευθύνεται στο συνομιλητή σου από το πρώτο γράμμα, με τρόπο πηγαίο, σχεδόν σαν ευχή.
Ταξιδεύοντας σε κάμποσες περιοχές του πλανήτη, παρατήρησα ότι αυτή η ελληνική καλημέρα είναι διαφορετική, όταν είναι αυθεντική, ίσως γιατί μπολιάζει το μεσογειακό ταμπεραμέντο με μια δόση εθνικής υπερβολής. Ίσως γιατί θέλεις να τονίσεις την αρχή της κάθε νέας ημέρας, ίσως γιατί “πρέπει” να αισιοδοξούμε καθημερινά, ίσως γιατί μέσω αυτής εύχεσαι εμμέσως να είναι καλή και η δικιά σου ημέρα.
Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι η καλημέρα έχει τονισθεί σε σημείο που οι σχέσεις φιλτράρονται μέσω αυτής και όταν εν τέλει διασπαστούν ακούγεται το επαχθές “του έκοψε μέχρι και την καλημέρα”.
Είναι ποινή ηθικού επιπέδου η διακοπή της καλημέρας, διότι υπονοεί ότι κατά κάποιο τρόπο ο άλλος, ο πλέον εχθρός σου, δεν θέλει να σου εύχεται καλές ημέρες από εδώ και πέρα.
Από την άλλη, αν παρατηρήσει κανείς κοινωνιολογικά το φαινόμενο της καλημέρας θα δει ότι ακόμα και το Κράτος έχει εγκολπώσει την καλημέρα στα όργανά του. Στα Δικαστήρια, οι Δικαστές θα εισέλθουν στην έδρα και, πρώτ’ από όλα, θα ευχηθούν καλημέρα στο ακροατήριο. Στο στρατό την ώρα της πρωινής αναφοράς. Στα αμφιθέατρα, στις αίθουσες των Πανεπιστημίων και των σχολειών. Ακόμα και σε τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές εκπομπές, με πολυάριθμους ανά καιρούς τίτλους που έχουν μέσα τους τη λέξη καλημέρα. Είναι λες και ένας αόρατος κανόνας προτρέπει τα άτομα να καλημερίσουν τους άλλους.
Κάποτε, προ Κρίσης, σε συναθροίσεις συνταγματικού προβληματισμού, είχε διατυπωθεί το στομφώδες ότι “η καλημέρα συνιστά την πρώτη ύλη της Δημοκρατίας”. Ότι είναι το αρχικό και απαραίτητο υλικό της συλλογικότητας. Ότι πως είναι δυνατόν να περιμένει κανείς συλλογική συνείδηση και δράση από τους πολίτες, όταν αυτοί σταδιακά δεν λένε καν καλημέρα μεταξύ τους. Διότι η ουσιαστική καλημέρα προαπαιτεί κατά βάση μια αίσθηση οικειότητας με τον άλλο. Ποιος ξεχνάει τις πολυκατοικίες με τους ενοίκους που δεν γνώριζαν ούτε τη φάτσα ο ένας του άλλου; Πάψανε οι καλημέρες γιατί πάψανε οι ουσιαστικές ανθρώπινες επαφές, ο καθένας αποτραβήχτηκε στο καβούκι της δικής του, επίπλαστης ματαιοδοξίας. Και όταν αναγκάστηκε να βγει έξω, διαπίστωσε ότι δεν ήξερε κανέναν, διότι προηγουμένως δεν είχε καν ανταλλάξει μαζί του ούτε μια καλημέρα. Και αυτό έκανε ακόμη δυσκολότερη την προσπάθεια για κοινούς αγώνες.
Τούτο αναδεικνύεται περισσότερο στην άλλη, την επαρχιακή Ελλάδα, που ακόμα θεωρείται “ξεπερασμένη”. Πριν από κάποια χρόνια, σε απομακρυσμένα χωριά της Φλώρινας, αν δεν έλεγες καλημέρα σε έναν-έναν από τους κατοίκους που πετύχαινες μπροστά σου, θεωρούσουν τουλάχιστον αγενής. Είναι στοιχείο ευγένειας, είναι στοιχείο κοινωνικής συνοχής, είναι η επιβεβαίωση της πάλης ενάντια στην αλλοτρίωση των ανθρώπων. Είναι η ανάγκη να μείνουμε ενωμένοι, ή έστω να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε το φαινόμενο των σύγχρονων αστικών σπιρτόκουτων της αποξένωσης. Είναι αυτή η αποδοκιμασία που συγκεντρώνεται στην τόσο απλοϊκή έκφραση “μια καλημέρα είναι αυτή, πες την κι ας πέσει χάμω”. Πες την κι ας μην έχεις συνηθίσει να τη λες, πες την γιατί αλίμονό μας αν κόψουμε και τις καλημέρες εδώ πέρα.
Τα τελευταία χρόνια, η απόδειξη της καταρράκωσης των ανθρώπων είναι ακριβώς αυτή η αδυναμία να αρθρώσουν την καλημέρα στα χείλη τους. Αρχικά ήταν ψυχολογική η αδυναμία, πρόσφατα μετατράπηκε και σε σωματική. Από την Ελλάδα του άγχους στην Ελλάδα της ασιτίας. Η κρίση έχει πάψει προ πολλού να είναι μόνο οικονομική. Σταδιακά έγινε δομική, έγινε βιολογική, εισέβαλε σαν ιός στα κύτταρά μας και οι άνθρωποι παίρνουν την όψη πάσχοντος. Από την ώρα που βαρέσανε τις ενέσεις των μνημονίων στο σώμα του λαού, τα πρόσωπα έσφιξαν, τα χαμόγελα σχηματίζονται με τα χείλη και όχι με την καρδιά. Κι όλα αυτά για μια “απαραίτητη”, “αναγκαία”, “νέα” Ελλάδα.
Δεν ξέρω αν θέλω να την καλημερίσω.
Το είδαμε ΕΔΩ