Σ’ άκουσα τις προάλλες να κραυγάζεις για Δ΄ Ράιχ. Δεν σου άρεσε το πολυνομοσχέδιο για τη δικαιοσύνη και διαμαρτυρόσουν εντόνως. Φωνασκούσες. Διαρρήγνυες τα ιμάτιά σου. Προειδοποιούσες για «αγώνες». Άφηνες να εννοηθεί ότι τέτοιο «πραξικόπημα» δεν θα περάσει.
Σε ξανάκουσα τώρα. Ίδιοι κρωγμοί. Ίδιες υλακές. Ίδια ουρλιαχτά. Τώρα απειλείται το εισόδημά σου.
Λοιπόν κύριε Δικαστά, εξουσιαστά της 3ης εξουσίας, σου ‘χω άσχημα νέα.
Σε έχουμε πάρει είδηση. Δεν πείθεις κανέναν. Το αντίθετο. Προκαλείς το λαό. Σκούζεις κατόπιν εορτής και χωρίς αιδώ.
Τόσον καιρό πού ήσουνα; Τώρα εξανίστασαι; Τώρα που σ’ ακούμπησε η λάβα; Πού ήσουνα όταν το ηφαίστειο βρυχήθηκε; Πού ήσουνα όταν έγινε η έκρηξη; Τι έκανες όταν η λάβα ξεχύθηκε; Τι έπραξες όταν οι άλλοι καίγονταν;
Να σου πω εγώ:
Λούφαξες!
Οχυρώθηκες πίσω από το δημοσιοϋπαλληλίκι σου. Αγνόησες την κοινωνία. Έγραψες στα παλαιότερα των υποδημάτων σου τον κοσμάκη. Σφύριξες αδιάφορα μπροστά στην παρακμή. Κι έγινες ουσιαστικά μέρος της.
Έχεις μακρά παράδοση σε υπεκφυγές κύριε δικαστά. Τυφλός, κωφός και βουβός όταν αντιμετωπίζεις τις άλλες εξουσίες (της τετάρτης συμπεριλαμβανομένης), ξιφουλκείς μόνο όταν θίγονται τα κεκτημένα σου. Τα προνόμιά σου. Η συντεχνία σου.
Ακόμη κι η υποτιθέμενη αντίσταση στη χούντα των συναδέλφων σου, δεν ήταν παρά μια φούσκα. Κατεστάλη το Σύνταγμα με χρήση βίας, άνθρωποι φυλακίζονταν, εξορίζονταν, βασανίζονταν και οι «ήρωες» συνάδελφοί σου τρωγόπιναν με τους συνταγματάρχες. Και μόλις ο δικτάτορας ακούμπησε το δικαστικό σώμα … Θαύμα! Θαύμα! Αντίσταση! Εκ του ασφαλούς. Χωρίς ν’ ανοίξει μύτη. Και με ανταμοιβή, αργότερα, μια Προεδρία Δημοκρατίας.
Παραδέξου το κύριε δικαστά. Τα ‘χεις καλά με τους πολιτικούς. Στις ίδιες λέσχες ανήκετε. Κολιοί από το ίδιο βαρέλι είστε. Αυτοί σου εξασφαλίζουν μια καλή μετάθεση, αυτοί σου δίνουν μια καλή προαγωγή, αυτοί διορίζουν το παιδί σου στο δημόσιο, αυτοί αυξάνουν το μισθό σου (αυτό το τελευταίο βέβαια το κάνεις και μόνος σου, ξέρεις εσύ). Όταν λοιπόν υποβάλλουν αντιλαϊκά νομοσχέδια, όταν περνάνε αντικοινωνικούς νόμους, όταν παραβιάζουν το Σύνταγμα, εσύ κάνεις το κορόιδο. Έχεις και πρόχειρη την απάντηση-καραμέλα. Έχεις έτοιμη τη δικαιολογία: «Δεν νομοθετώ εγώ … εγώ απλώς εφαρμόζω τους νόμους που ψηφίζει η Βουλή. Οι εξουσίες είναι ανεξάρτητες. Τα παράπονά σας στους πολιτικούς». Υποκρισία και των γονέων…
Σε ρωτώ κύριε δικαστά:
Όταν ποινή δις εις θάνατον για ειδεχθή εγκλήματα μετατρέπεται σε 25 χρόνια φυλάκισης, τι ακριβώς σκέφτεσαι;
Όταν προφυλακιστέοι ή τελεσίδικα καταδικασμένοι δεν περνάνε ούτε λεπτό στα σίδερα, λόγω «ασθενείας» τι σου περνάει από το μυαλό;
Όταν ισοβίτης καταδικασμένος για εσχάτη προδοσία, αποφυλακίζεται λόγω «ανηκέστου βλάβης της υγείας του» και μετά πάροδο πολλών ετών ζει και βασιλεύει, πώς αισθάνεσαι;
Όταν υπόδικος που δεν εκρίθη ύποπτος φυγής, την κοπανάει για το εξωτερικό τι έχεις να πεις;
Όταν αυτός που σκοτώνει τοκογλύφο τρώει ισόβια, ενώ χιλιάδες τοκογλύφοι ρημάζουν ζωές ανενόχλητοι τι κάνεις;
Όταν ο αστυνομικός των 800 ευρώ σκοτώνεται (κυριολεκτικά) να συλλάβει εμπόρους θανάτου, συμμορίτες και μισανθρώπους και τα δικαστήρια τους αφήνουν ελεύθερους να συνεχίσουν το «έργο» τους με τι μούτρα κυκλοφορείς στον κόσμο;
Όταν με το πρόσχημα της «αποσυμφόρησης των φυλακών», των «αδειών κρατουμένων» και άλλων ψευτοκοινωνιολογικών φληναφημάτων, αμετανόητοι εγκληματίες επιστρέφουν στην ενεργό δράση πώς κοιμάσαι τα βράδια;
Όταν ο ηρωικός συνάδελφός σου δέχεται πιέσεις (sic), απειλές και επιθέσεις, διώκεται και μετατίθεται δυσμενώς, πώς τον αντικρίζεις;
Όταν μετά την αποκάλυψη παραδικαστικών κυκλωμάτων, μοιράζονταν εξοντωτικές ποινές για ψύλλων πηδήματα πώς το άντεξες;
Όταν οι κωλυσιεργίες παραγράφουν αδικήματα και η απονομή δικαιοσύνης γίνεται με απαράδεκτη καθυστέρηση που ωφελεί τους ενόχους και εξουθενώνει τους αθώους πώς το επιτρέπεις;
Όταν όλες οι κινητοποιήσεις εργαζομένων κρίνονται «παράνομες και καταχρηστικές» εκτός από τις αποχές (sic) δικαστών, δικηγόρων και των δικαστικών υπαλλήλων πώς σου φαίνεται;
Όταν το Σύνταγμα καταστρατηγείται, η εθνική (λαϊκή) περιουσία εκχωρείται και η εθνική κυριαρχία μηδενίζεται, αλλά τα Μνημόνια κρίνονται νόμιμα πως το δικαιολογείς;
Κι άλλα πολλά μπορώ να σε ρωτήσω κύριε δικαστά. Δεν χρειάζεται όμως. Ο λαός έχει διαμορφώσει γνώμη. Σε πληροφορώ λοιπόν ότι αυτός ο λαός, ο εντολέας σου (περιττό να σου θυμίσω ότι κατά το Σύνταγμα η εξουσία σου πηγάζει από το λαό και ασκείται υπέρ αυτού) είναι πια πολύ πιθανό να σου αφαιρέσει την εξουσία και να την πάρει στα χέρια του. Να την ασκήσει ο ίδιος. Υπάρχουν «αποχρώσες ενδείξεις». Η συχνότητα περιστατικών αυτοδικίας αυξάνεται.
Αυτό κύριε εξουσιαστά, το ξέρεις καλά, θα είναι η αρχή του τέλους. Όλων μας. Όταν ο λαός αναλαμβάνει την απόδοση δικαιοσύνης, η οργανωμένη κοινωνία έχει καταρρεύσει. Τα πράγματα αγριεύουν. Δεν σκοτώνει κανείς μόνο τον ληστή της περιουσίας του ή τον βιαστή της κόρης του. Η βία γενικεύεται. Στήνονται ικριώματα. Γκιλοτίνες. Πάσσαλοι. Ακολουθούν απαγχονισμοί. Αποκεφαλισμοί. Ανασκολοπισμοί. Επί δικαίους και αδίκους.
Η Δικαιοσύνη είναι αρχή. Είναι ιδέα. Είναι θεσμός. Και κατήντησε τσίρκο. Και υπεύθυνος είσαι εσύ. Εσύ ο λειτουργός της και κανένας άλλος. Κρυβόμενος ή διαπλεκόμενος, άνοιξες τον ασκό του Αιόλου.
Κύριε δικαστά προλαβαίνεις ακόμα.
Σταμάτα να σκούζεις για τα οφίκια και τα αργύρια. Βάλε τις φωνές για κάθε αδικία.
Την επόμενη φορά που θ’ ακούσεις κάποιο ανερμάτιστο υπαλληλάκι που τοποθετήθηκε υπουργός Δικαιοσύνης να επαναλαμβάνει τις γνωστές φανφάρες περί ανάγκης αποσυμφόρησης των φυλακών με δικαιολογία τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των εγκλείστων, βάλε τις φωνές. Φώναξέ του ότι η λογική λέει να χτιστούν κι άλλες φυλακές. Δεν υπάρχει (ακόμη) νόμος που να λέει ότι ο αριθμός των σωφρονιστικών ιδρυμάτων πρέπει να είναι πεπερασμένος. Βάλε τις φωνές όταν τρομερά εγκλήματα υποβιβάζονται σε πλημμελήματα. Βάλε τις φωνές να καταργηθεί το έκτρωμα που προβλέπει να αφήνεται ελεύθερος εγκληματίας επειδή «δεν το ’ χει ξανακάνει». Βάλε τις φωνές όταν «νόμιμοι» οικονομικοί δολοφόνοι στραγγαλίζουν τον φτωχό. Βάλε τις φωνές για τη μπότα του κατακτητή που πάτησε την ιερή γη μας. Άσε τις δημοσιοσχεσίτικες διαρροές του τύπου «δικαστικοί κύκλοι εξέφρασαν επιφυλάξεις» για το θεαθήναι.
Βάλε τις φωνές μαζί μου. Μαζί μας.
Βάλε τις φωνές.
Αλλιώς η λαϊκή οργή θα σαρώσει. Τους πάντες και τα πάντα.